ἴσως: Difference between revisions
τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth
(c1) |
(cc1) |
||
Line 35: | Line 35: | ||
}} | }} | ||
{{Chinese | {{Chinese | ||
|sngr='''原文音譯''':‡swj 衣所士< | |sngr='''原文音譯''':‡swj 衣所士<br />'''詞類次數''':副詞(1)<br />'''原文字根''':相等 似的<br />'''字義溯源''':相像地,或許,或者,可能;源自([[ἴσος]])*=相似)<br />'''出現次數''':總共(1);路(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 或者(1) 路20:13 | ||
}} | }} |
Revision as of 13:55, 3 October 2019
English (LSJ)
Lacon. ϝίὡρ (v. βίωρ), Adv. of ἴσος,
A equally, in like manner, Sapph.Supp.25.11, S.Ph.758, Pl.Lg.805a, etc.; ὡς ἰσαίτατα ib.744c; evenly, Hp.Off.3. II equally, with reference to equality, τὸ ὀρθὸν ληπτέον ἴσως Arist.Pol.1283b40; fairly, equitably, ἴ. καὶ κοινῶς Aen. Tact.22.24; οὐκ ἴ. οὐδὲ πολιτικῶς D.10.74; μηδὲν ἴ. καὶ δικαίως φρονοῦντας D.H.10.40; οὐκ ἴσως χρήσασθαί τινι Plb.23.2.7. III probably, perhaps, Alc.Supp.33, Hdt.6.124, A.Pr.319, S.Ph.144, Pl. Grg.473b, etc.; ἴ. που E.El.518; οὔτε συμφόρως οὔτ' ἴ. καλῶς D.5.10; οὐκ ἴσως, ἀλλ' ὄντως Pl.Lg.965c: ironical, σμικρά γε ἴ. προσθήκη Id.R.339b: freq. joined with ἄν or τάχ' ἄν, e.g. S.Aj.691, 1009, Pl.Ap. 31a; ἀμφισβητοῦντες προστιθέασιν ἀεὶ τὸ ἴσως καὶ τάχα Arist.Rh. 1389b18: ἴσως without ἄν c. opt. is f.l. in A.Supp.727, E.IT1055; ἴ. μέν... ἴ. δέ . . perhaps so or so, X.Cyr.4.3.2: repeated ἴ., ἴ. Ar.Nu. 1320, D.3.33: used to soften or qualify a positive assertion, S.OC661, Ar.Ra.224, Pl.Phd.61c, Phdr.233e, Arist.Metaph.987a26, etc. IV with numerals, about, Ar.Pl.1058, Damox.3.2.
German (Pape)
[Seite 1274] adv. zu ἴσος, gleich, gleichmäßig; ἴσως ἀσκεῖται Plat. Legg. VII, 805 a; τὰς τιμάς τε καὶ ἀρχὰς ὡς ἰσαίτατα ἀπολαμβάνοντες V, 744; Folgde einzeln, διαδοὺς τὴν λείαν ἴσως τοῖς στρατιώταις Pol. 3, 76, 13; – billig, recht, οὔτε συμφόρως οὔτ' ἴσως οὔτε καλῶς προεῖσθε Φωκέας Dem. 5, 10, τὰ ἐν ἑαυτοῖς ἴσως διοικεῖν 3, 26; καὶ δικαίως Dion. Hal. 10, 40. – Gew. = wahrscheinlich, was Einem leicht so scheint, von ungewissen Dingen, mit attischer Urbanität aber auch oft eine gemilderte Behauptung enthaltend, bes. beim opt. potent.; ἀμφισβητοῦντες προστιθέασιν ἀεὶ τὸ ἴσως καὶ τάχα Arist. rhet. 2, 15; ἀρχαῖ' ἴσως σοι φαίνομαι λέγειν τάδε Aesch. Prom. 317; ἴσως ἂν ἔλθοι Spt. 689; ἴσως γὰρ οὐκ ἀκήκοας Soph. Phil. 599; Eur. I. A.1055; τοῦτο δ' ἐστὶν ἴσως ἀληθές Plat. Phaed. 67 a; ἴσως δὲ καὶ δίκαιόν ἐστιν Xen. An. 3, 1, 37, was er für ausgemacht hält, vgl. 3, 2, 36; ἴσως μὲν – ἴσως δέ Cyr. 4, 3, 2. – Plat. Legg. XII, 965 c steht es dem ὄντως entgegen. – Bei Zahlwörtern = ungefähr, Ar. Plut. 1058; Damox. bei Ath. I, 15 b; Plut. Ag. 5.
Greek (Liddell-Scott)
ἴσως: Ἐπίρρ. τοῦ ἴσος, ἐξ ἴσου, καθ’ ὅμοιον τρόπον, Σοφ. Φιλ. 758, Πλάτ. Νόμ. 805Α, κτλ… ὡς ἰσαίτατα αὐτόθι 744C. II. ἐξ ἴσου, ἰσάκις, ἴσως λαβεῖν τι Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 13, 12· μετὰ ἰσότητος, ἐν ἰσότητι, ἴσως καὶ καλῶς Δημ. 59. 19· οὐκ. ἴ. οὐδὲ πολιτικῶς ὁ αὐτ. 151. 4· ἴ. καὶ δικαίως Διον. Ἁλ. 10. 40. οὐκ ἴσως Πολύβ. 24. 2, 7. ΙΙΙ. κατὰ τὰ φαινόμενα, πιθανῶς, ἴσως, Ἡρόδ. 6. 124, Αἰσχύλ. Πρ. 317, Σοφ. Φιλ. 144, κτλ.. οὐκ ἴσως, ἀλλ’ ὄντως Πλάτ. Νόμ. 965C· - παρ’ Ἀττ. συχνάκις συνάπτεται μετὰ τοῦ ἂν ἢ τάχ’ ἄν, ὑμᾶς δ’ ἃ φράζω δρᾶτε, καὶ τάχ’ ἄν μ’ ἴσως πύθοισθε... σεσωσμένον Σοφ. Αἴ. 691, 1009, Πλάτ. Ἀπολ. 31Α· ἀμφισβητοῦντες προστιθέασιν ἀεὶ τὸ ἴσως καὶ τάχα Ἀριστ. Ρητ. 2. 13, 2 (πρβλ. τάχα)· καὶ κατὰ Ἀντίγραφα τοῦ Αἰσχύλ. ἐν Ἱκέτ. 727 καὶ Εὐρ. ἐν Ι. Τ. 1055, τὸ ἴσως κεῖται ἀντὶ τοῦ ἂν μετ’ εὐκτικ., ἀλλ’ εἶναι ἁπλῶς σφάλμα τῶν ἀντιγραφέων, ἴδε W. Dind. ἐν τῷ Θησαυρῷ τοῦ Στεφάνου· - ἴσως μέν..., ἴσως δέ... Ξεν. Κύρ. 4. 2, 3. ἴσως, ἴσως Ἀριστοφ. Νεφ. 1320, Δημ. 37. 23: - συχνάκις ἐν χρήσει οὐχὶ πρὸς δήλωσιν ἀμφιβολίας, ἀλλὰ πρὸς μετριόφρονα τροποποίησιν ἢ μετρίασιν θετικοῦ τινος ἰσχυρισμοῦ, Σοφ. Ο. Κ. 661, Πλάτ. Φαίδ. 61C, 67A, Φαίδρ. 233Ε, κ. ἀλλ., καὶ συχνάκις παρ’ Ἀριστ. IV. μετ’ ἀριθμ., περίπου, Ἀριστοφ. Πλ. 1058, Δαμόξενος παρ’ Ἀθην. 15Β.
French (Bailly abrégé)
adv.
I. également :
1 par parties égales, avec égalité, également;
2 équitablement;
II. pour marquer un doute ou une atténuation :
1 vraisemblablement, probablement, peut-être : ἴσως τάχα PLAT, τάχ’ ἴσως SOPH peut-être bien, oui peut-être;
2 avec un n. de nombre environ;
Sp. ἰσαίτατα.
Étymologie: ἴσος.
English (Strong)
adverb from ἴσος; likely, i.e. perhaps: it may be.
English (Thayer)
(ἴσος, which see), adverb (from Sophocles down);
1. equally, in like manner.
2. agreeably to expectation, i. e. it may be, probably; frequently an urbane expression of one's reasonable hope (German wohl, hoffentlich): Luke 20:13, and often in Attic writings.
Greek Monotonic
ἴσως:I. επίρρ. του ἴσος, εξίσου, με όμοιο τρόπο, σε Σοφ.· υπερθ. ἰσαίτατα, σε Πλάτ.
II. δίκαια, ισόποσα, σε Δημ.
III. πιθανόν, ίσως, ενδεχομένως, σε Ηρόδ., Αττ.· στην Αττ., συχνά συνδέεται με το ἄν ή τάχ' ἄν, σε Σοφ. κ.λπ.
IV. με αριθμητικό, περίπου, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἴσως:
1) равным образом, одинаково (ἀσιοῖσθαι Plat.): ὡς ἰσαίτατα Plat. возможно более равномерно;
2) правильно, справедливо (οὔτ᾽ ἴ. οὔτε καλῶς Dem.);
3) может быть, пожалуй, вероятно (intens. ἴ. τάχα, τάχ᾽ ἴ. или ἴ. που): ἴ. οὐκ ἀκήκοας Soph. вероятно, ты (этого) не слышал; ἴ. καλῶς ἔχει μετὰ τοὺς εἰρημένους λόγους μεταβῆναι Arst. уместно, пожалуй, после сказанного перейти к другому; οὐκ ἴ., ἀλλ᾽ ὄντως Plat. не может быть, а действительно так;
4) приблизительно, около (τρεῖς ἴ. ἢ τέτταρες Arph.).
Middle Liddell
[adverb of ἴσος,]
I. equally, in like manner, Soph.: Sup. ἰσαίτατα Plat.
II. equally, fairly, equitably, Dem.
III. probably, perhaps, Hdt., attic;—in attic often joined with ἄν or τάχ' ἄν, Soph., etc.
IV. with numerals, about, Ar.
Chinese
原文音譯:‡swj 衣所士
詞類次數:副詞(1)
原文字根:相等 似的
字義溯源:相像地,或許,或者,可能;源自(ἴσος)*=相似)
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編:
1) 或者(1) 路20:13