ἀνακαινίζω: Difference between revisions

From LSJ

οἰκτίστῳ θανάτῳ εἵμαρτο ἁλῶναι → it was fated that you would be taken by the most miserable death, it has been decreed that thou shouldst be cut off by a most piteous death

Source
(cc1)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=anakainizo
|Transliteration C=anakainizo
|Beta Code=a)nakaini/zw
|Beta Code=a)nakaini/zw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">renew</b>, τὸν πόλεμον <span class="bibl">Plu.<span class="title">Marc.</span>6</span>, cf. <span class="bibl">App.<span class="title">Mith.</span>37</span>: οἶκον <span class="bibl">Hsch.Mil.4.33</span>; <b class="b2">revive</b> legend, <span class="bibl">Str.2.1.9</span>: metaph., ἀ. εἰς μετάνοιαν <span class="bibl"><span class="title">Ep.Hebr.</span>6.6</span>:—Pass., τῆς ἔχθρας ἀνακεκαινισμένης <span class="bibl">Isoc.7.8</span>; ὑποθέσεις <span class="bibl">Just.<span class="title">Nov.</span>111.1</span>.</span>
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[renew]], τὸν πόλεμον <span class="bibl">Plu.<span class="title">Marc.</span>6</span>, cf. <span class="bibl">App.<span class="title">Mith.</span>37</span>: οἶκον <span class="bibl">Hsch.Mil.4.33</span>; [[revive]] legend, <span class="bibl">Str.2.1.9</span>: metaph., ἀ. εἰς μετάνοιαν <span class="bibl"><span class="title">Ep.Hebr.</span>6.6</span>:—Pass., τῆς ἔχθρας ἀνακεκαινισμένης <span class="bibl">Isoc.7.8</span>; ὑποθέσεις <span class="bibl">Just.<span class="title">Nov.</span>111.1</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 11:35, 29 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνακαινίζω Medium diacritics: ἀνακαινίζω Low diacritics: ανακαινίζω Capitals: ΑΝΑΚΑΙΝΙΖΩ
Transliteration A: anakainízō Transliteration B: anakainizō Transliteration C: anakainizo Beta Code: a)nakaini/zw

English (LSJ)

   A renew, τὸν πόλεμον Plu.Marc.6, cf. App.Mith.37: οἶκον Hsch.Mil.4.33; revive legend, Str.2.1.9: metaph., ἀ. εἰς μετάνοιαν Ep.Hebr.6.6:—Pass., τῆς ἔχθρας ἀνακεκαινισμένης Isoc.7.8; ὑποθέσεις Just.Nov.111.1.

German (Pape)

[Seite 190] erneuern, ἔχθρα ἀνακεκαινισμένη Isocr. 7, 8; πόλεμον Plut. Marcell. 6.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνακαινίζω: ἀνανεώνω, τὸν πόλεμον Πλουτ. Μάρκελλ. 6, πρβλ. Ἀππ. Μιθρ. 37: ― Παθ., τῆς ἔχθρας ἀνακεκαινισμένης Ἰσοκρ. 141D.

French (Bailly abrégé)

renouveler.
Étymologie: ἀνά, καινίζω.

Spanish (DGE)

1 renovar τὸν πόλεμον Plu.Marc.6, App.Mith.37, τῆς Ἀρτέμιδος οἶκον ἀνεκαίνισεν Hsch.Mil.33, ἀνεκαίνισαν δὲ καὶ τὴν Ὁμηρικὴν τῶν Πυγμαίων γερανομαχίαν trajeron de nuevo a colación la lucha homérica de los pigmeos con las grullas Str.2.1.9, ὑποθέσεις Iust.Nou.111.1
en v. pas. τῆς ἔχθρας τῆς πρὸς βασιλέα πάλιν ἀνακεκαινισμένης Isoc.7.8, λύπη LXX 1Ma.6.9, ἀνεκεν(ί)σθι ὁ ναὸς ἱ ὑπεραγία (sic) MAMA 7.190 (Hadrianópolis).
2 fig. en lit. crist. renovar espiritualmente por la penitencia πάλιν ἀνακαινίζειν εἰς μετάνοιαν Ep.Hebr.6.6, cf. Herm.Sim.9.14.3, por el perdón de los pecados ἀνακαινίσας ἡμᾶς ἐν τῇ ἀφέσει τῶν ἁμαρτιῶν Ep.Barn.6.11, por el bautismo ἀνακαινισθῆναι· τουτέστι, καινὸν γενέσθαι Chrys.M.63.79, cf. Luc.Philopatr.12, Meth.Symp.8.10, 3.9.

English (Strong)

from ἀνά and a derivative of καινός; to restore: renew.

English (Thayer)

(καινός); to renew, renovate (cf. German auffrischen): τινα εἰς μετάνοιαν so to renew that he shall repent, Isocrates Arcop. 3; Philo, leg. ad Gaium § 11; Josephus, Antiquities 9,8, 2; Plutarch, Marcell c. 6; Lucian, Philop c. 12; the Sept. Winer's De verb. comp. Part iii., p. 10.

Greek Monolingual

ἀνακαινίζω)
μσν.- νεοελλ.
1. κάνω και πάλι καινούργιο κάτι που πάλιωσε, ανανεώνω, επισκευάζω
2. (για ναούς) ανοικοδομώ
νεοελλ.
μεταρρυθμίζω προς το καλύτερο, βελτιώνω
αρχ.-μσν.
κάνω κάτι να αναβιώσει, αναζωπυρώνω, ξαναζωντανεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνά + καινίζω.
ΠΑΡ. ανακαίνιση (-ις), ανακαινισμός, ανακαινιστής
νεοελλ.
ανακαινιστικός].

Greek Monotonic

ἀνακαινίζω: μέλ. -σω = ἀνακαινόω, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνακαινίζω: возобновлять (πόλεμον Plut.; ἔχθρα ἀνακεκαινισμένη Isocr.).

Chinese

原文音譯:¢nakain⋯zw 安那-開你索
詞類次數:動詞(1)
原文字根:向上-新(化) 相當於: (חָדַשׁ‎)
字義溯源:重建,更新,重新;由(ἀνά)*=上,回復)與(καινός)*=新)組成
出現次數:總共(1);來(1)
譯字彙編
1) 重新(1) 來6:6