συκομορέα: Difference between revisions
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
(cc2) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=sykomorea | |Transliteration C=sykomorea | ||
|Beta Code=sukomore/a | |Beta Code=sukomore/a | ||
|Definition=or σῡκομορ-αία, ἡ,= | |Definition=or σῡκομορ-αία, ἡ,= [[συκόμορος]], <span class="bibl"><span class="title">Ev.Luc.</span>19.4</span>. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 19:40, 7 July 2020
English (LSJ)
or σῡκομορ-αία, ἡ,= συκόμορος, Ev.Luc.19.4.
Greek (Liddell-Scott)
σῡκομορέα: ἢ -αία, ἡ, = συκόμορος, Εὐαγγ. κ. Λουκ. ιθ΄, 4. ― Ὁ Κόντος ὅμως (Φιλολογικὰ Σύμμικτα ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Γ΄, σ. 573-4) ψέγει τὸν τύπον συκομοραία ὡς πλημμελῆ.
English (Thayer)
(Lachmann συκομωρεα ( st bez συκομωραία, cf. Tdf. s note on Luke as below; WH's Appendix, pp. I52,151)), συκομορεας, ἡ (from σῦκον and μορεα the mulberry tree), equivalent to συκάμινος (but see the word, and references), a sycomore-tree: Geoponica 10,3,7.)
Greek Monolingual
ἡ, Α
βλ. συκομουριά.
Greek Monotonic
σῡκομορέα: ή -αία, ἡ, = συκόμορος, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
σῡκομορέα: v. l. σῡκομωρέα ἡ NT = συκάμινος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συκομορέα -ας, ἡ [σῦκον, μόρον] sycomoor, wilde vijgenboom.
Middle Liddell
σῡκομορέα, ορ -αία, ἡ, = συκόμορος, NTest.]
Chinese
原文音譯:sukomwra⋯a 需可-摩來阿
詞類次數:名詞(1)
原文字根:無花果-桑樹
字義溯源:桑樹-無花果樹,無花果桑樹,無花果樹,桑樹;由(σῦκον)*=無花果)與(μονόω)X*=桑樹)組成,比較(συκάμινος)=桑樹-無花果樹)
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編:
1) 桑樹(1) 路19:4