задерживать: Difference between revisions
From LSJ
Ἡ γλῶσσ' ἁμαρτάνουσα τἀληθῆ λέγει → Inesse linquae veritas lapsae solet → Die Zunge, wenn sie in die Irre geht, spricht wahr
(2) |
(DvTab) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[ἀντιλακτίζω]], [[στέγω]], [[ἐξωθέω]], [[κατέχω]], [[συγκρατέω]], [[ὑπέχω]], [[βλάπτω]], [[ἴσχω]], [[ῥύομαι]], [[κατερύκω]], [[κατερυκάνω]], [[πεδάω]], [[καταπεδάω]], [[παρεγκόπτω]], [[μεσολαβέω]], [[ἀποστέγω]], [[ἀπολαμβάνω]], [[ἀποκρατέω]], [[διατρίβω]], [[καταπνίγω]], [[ἐγκατέχω]], [[ἰσχάνω]], [[σφίγγω]], [[προσίστημι]], [[ἐμποδοστατέω]], [[καταλαμβάνω]], [[ἀναχαιτίζω]], [[ἐπικατέχω]], [[παρακατέχω]] | |rueltext=[[συνέχω]], [[ἀντιλακτίζω]], [[στέγω]], [[ἐξωθέω]], [[κατέχω]], [[συγκρατέω]], [[ὑπέχω]], [[βλάπτω]], [[ἴσχω]], [[ῥύομαι]], [[κατερύκω]], [[κατερυκάνω]], [[πεδάω]], [[καταπεδάω]], [[παρεγκόπτω]], [[μεσολαβέω]], [[ἀποστέγω]], [[ἀπολαμβάνω]], [[ἀποκρατέω]], [[διατρίβω]], [[καταπνίγω]], [[ἐγκατέχω]], [[ἰσχάνω]], [[σφίγγω]], [[προσίστημι]], [[ἐμποδοστατέω]], [[καταλαμβάνω]], [[ἀναχαιτίζω]], [[ἐπικατέχω]], [[παρακατέχω]], [[χρονίζω]], [[ἀναλαμβάνω]], [[ἐρύκω]], [[ἀπείργω]], [[συλλαμβάνω]], [[καταπαύω]], [[ἀναβάλλω]], [[ἐφίστημι]], [[σχάζω]], [[ἐπέχω]], [[ἐπιλαμβάνω]], [[κρατέω]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:30, 15 October 2019
Russian > Greek
συνέχω, ἀντιλακτίζω, στέγω, ἐξωθέω, κατέχω, συγκρατέω, ὑπέχω, βλάπτω, ἴσχω, ῥύομαι, κατερύκω, κατερυκάνω, πεδάω, καταπεδάω, παρεγκόπτω, μεσολαβέω, ἀποστέγω, ἀπολαμβάνω, ἀποκρατέω, διατρίβω, καταπνίγω, ἐγκατέχω, ἰσχάνω, σφίγγω, προσίστημι, ἐμποδοστατέω, καταλαμβάνω, ἀναχαιτίζω, ἐπικατέχω, παρακατέχω, χρονίζω, ἀναλαμβάνω, ἐρύκω, ἀπείργω, συλλαμβάνω, καταπαύω, ἀναβάλλω, ἐφίστημι, σχάζω, ἐπέχω, ἐπιλαμβάνω, κρατέω