inexorable: Difference between revisions
From LSJ
ταυτὶ γὰρ συκοφαντεῖσθαι τὸν Ἕκτορα ὑπὸ τοῦ Ὁμήρου → that is a false charge brought against Hector by Homer
m (Woodhouse1 replacement) |
m (Text replacement - "File:woodhouse_\d+\.jpg\|thumb" to "File:p2.png|right|Woodhouse page for {{PAGENAME}} - Opens in new window") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{Woodhouse1 | {{Woodhouse1 | ||
|Text=[[File: | |Text=[[File:p2.png|right|Woodhouse page for {{PAGENAME}} - Opens in new window|link={{filepath:woodhouse_436.jpg}}]] | ||
===adjective=== | ===adjective=== | ||
[[prose|P.]] [[ἀπαραίτητος]], [[prose|P.]] and [[verse|V.]] [[σχέτλιος]], [[Aristophanes|Ar.]] and [[verse|V.]] [[ἄτεγκτος]], [[ἄνοικτος]], [[verse|V.]] [[νηλής]], [[ἀνοικτίρμων]] ([[Sophocles|Soph.]], ''Fragment''), [[δυσπαραίτητος]], [[δυσάλγητος]]. | [[prose|P.]] [[ἀπαραίτητος]], [[prose|P.]] and [[verse|V.]] [[σχέτλιος]], [[Aristophanes|Ar.]] and [[verse|V.]] [[ἄτεγκτος]], [[ἄνοικτος]], [[verse|V.]] [[νηλής]], [[ἀνοικτίρμων]] ([[Sophocles|Soph.]], ''Fragment''), [[δυσπαραίτητος]], [[δυσάλγητος]]. |
Revision as of 08:44, 10 December 2020
English > Greek (Woodhouse)
adjective
P. ἀπαραίτητος, P. and V. σχέτλιος, Ar. and V. ἄτεγκτος, ἄνοικτος, V. νηλής, ἀνοικτίρμων (Soph., Fragment), δυσπαραίτητος, δυσάλγητος.
Spanish > Greek
ἀκρότομος, αἰπύς, ἀσκελής, δυσπαράκλητος, ἀμείλιχος, ἀπαρηγόρητος, ἀπειθής, ἀδιάφυκτος, ἄθεστος, ἄλλιστος, ἀνεκδυσώπητος, ἀδυσώπητος, ἀπαράμυθος, ἀπαράπειστος, ἀπαραίτητος, ἀπαραμύθητος, ἄλλιτος, ἄλιστος, ἀλιτάνευτος, ἀγνώμων, ἀδάμαστος, ἀφειδής, ἀμετάπειστος, ἀμάλακτος, ἀναγκαστικός, ἀνουθέτητος, ἀπροσωπόληπτος, ἀσυγγνώμων, ἀσύγγνωστος