περιδεής: Difference between revisions

From LSJ

Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=perideis
|Transliteration C=perideis
|Beta Code=perideh/s
|Beta Code=perideh/s
|Definition=ές, (δέος) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">very timid</b> or [[fearful]], π. γενέσθαι <span class="bibl">Hdt.5.44</span>, cf. <span class="bibl">And.4.40</span>, <span class="bibl">Th.3.28</span>, <span class="bibl">Isoc.2.23</span>, <span class="bibl">Alciphr.2.4</span>, etc.; τινι [[at]] a thing, <span class="bibl">Hdt. 7.15</span> ; τινος <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ep.</span>348b</span>; <b class="b3">π.μὴ</b>… <span class="bibl">Th.3.80</span>. Adv.-εῶς <b class="b2">in great fear</b>, <span class="bibl">Id.6.83</span>, etc.; πρός τινα π. σχεῖν <span class="bibl">Isoc.9.58</span>.</span>
|Definition=ές, (δέος) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[very timid]] or [[fearful]], π. γενέσθαι <span class="bibl">Hdt.5.44</span>, cf. <span class="bibl">And.4.40</span>, <span class="bibl">Th.3.28</span>, <span class="bibl">Isoc.2.23</span>, <span class="bibl">Alciphr.2.4</span>, etc.; τινι [[at]] a thing, <span class="bibl">Hdt. 7.15</span> ; τινος <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ep.</span>348b</span>; <b class="b3">π.μὴ</b>… <span class="bibl">Th.3.80</span>. Adv.-εῶς <b class="b2">in great fear</b>, <span class="bibl">Id.6.83</span>, etc.; πρός τινα π. σχεῖν <span class="bibl">Isoc.9.58</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 08:54, 1 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιδεής Medium diacritics: περιδεής Low diacritics: περιδεής Capitals: ΠΕΡΙΔΕΗΣ
Transliteration A: perideḗs Transliteration B: perideēs Transliteration C: perideis Beta Code: perideh/s

English (LSJ)

ές, (δέος)

   A very timid or fearful, π. γενέσθαι Hdt.5.44, cf. And.4.40, Th.3.28, Isoc.2.23, Alciphr.2.4, etc.; τινι at a thing, Hdt. 7.15 ; τινος Pl.Ep.348b; π.μὴTh.3.80. Adv.-εῶς in great fear, Id.6.83, etc.; πρός τινα π. σχεῖν Isoc.9.58.

German (Pape)

[Seite 572] ές, sehr furchtsam; Her. 5, 44. 7, 15; mit folgendem μή, Thuc. 3, 80; Andoc. 4, 40; περιδεεῖς ψυχαί, Isocr. 4, 151, vgl. 2, 23; und adv., περιδεῶς ὑποπτεύειν, Thuc. 9, 83; Plat. Ep. VII, 348 b u. Folgde, wie Pol. 4, 78, 11.

Greek (Liddell-Scott)

περιδεής: -ές, (δέος) σφόδρα πεφοβημένος, πλήρης φόβου, π. γενέσθαι Ἡρόδ. 5. 44· τινι ὁ αὐτ. 7. 15· τινος Θουκ. 3. 38, Πλάτ. Ἐπιστ. 348Β· π. μή.., Θουκ. 3. 80, Ἀνδοκ. 34. 22. - Ἐπίρρ. -ῶς, ἐν μεγάλῳ φόβῳ, Θουκ. 6. 83, κτλ.· π. ἔχειν πρός τινα Ἰσοκρ. 200Ε. ΙΙ. ὁ ἐμποιῶν μέγαν φόβον, λίαν φοβερός, ὁ αὐτ. 19C, Ἀλκίφρων 2. 4.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 très craintif, timoré : τινι au sujet de qch ; τινος au sujet de qqn ou de qch;
2 terrible.
Étymologie: περί, δέος.

Greek Monolingual

-ές, ΝΑ
αυτός που είναι γεμάτος φόβο, έντρομος, περίτρομος
αρχ.
αυτός που προξενεί μεγάλο φόβο, φοβερός, τρομερός.
επίρρ...
περιδεώς / περιδεῶς, ΝΑ
με μεγάλο φόβο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -δεής (< δέος «φόβος»), πρβλ. εν-δεής].

Greek Monotonic

περιδεής: -ές (δέος), πολύ δειλός ή φοβιτσιάρης, σε Ηρόδ.· τινος, αυτός που προέρχεται ή ανήκει σε πρόσωπο ή πράγμα, σε Θουκ.· περιδεὴς μή..., στον ίδ.· επίρρ. -ῶς, σε μεγάλο φόβο, στο ίδ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περιδεής -ές [περί, δέος] heel bang; ook met dat..; περιδεὴς γενόμενος τῇ ὄψι heel bang geworden door het droomgezicht Hdt. 7.15.1; adv. περιδεῶς in grote angst:. πρὸς δὲ τοῦτον... περιδεῶς ἔσχεν voor hem had hij grote angst Isocr. 9.58.

Russian (Dvoretsky)

περιδεής: крайне боязливый, робкий (ψυχαί Isocr.): π. γενόμενος τῇ ὄψι Her. придя в ужас от видения.

Middle Liddell

περι-δεής, ές δέος
very timid or fearful, Hdt.; τινος of or for a person or thing, Thuc.; π. μὴ… , Thuc.:— adv. -ῶς, in great fear, Thuc.