προσῳδός: Difference between revisions

From LSJ

ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας → anyone who has died has been set free from sin, the person who has died has been freed from sin, someone who has died has been freed from sin (Romans 6:7)

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=prosodos
|Transliteration C=prosodos
|Beta Code=prosw&#x007C;do/s
|Beta Code=prosw&#x007C;do/s
|Definition=όν, (ᾠδή) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[singing]] or <b class="b2">sounding in accord, harmonious</b>, μέλος <span class="bibl">E.<span class="title">Fr.</span>631</span> (lyr.); ὑμνεῖτο δ' αἰσχρῶς . . οὐ προσῳδά <span class="title">Com.Adesp.</span> 1203.6, cf. Plu.2.443a, <span class="bibl">Poll.4.58</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> metaph., π. στοναχά <span class="bibl">E.<span class="title">Ph.</span> 1498</span>(lyr.): c. dat., π. ἡ τύχη τὠμῷ πάθει <span class="bibl">Id.<span class="title">Ion</span>359</span>; <b class="b3">τῷ νόμῳ π</b>. Plu. 2.138b.</span>
|Definition=όν, (ᾠδή) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[singing]] or [[sounding in accord]], [[harmonious]], μέλος <span class="bibl">E.<span class="title">Fr.</span>631</span> (lyr.); ὑμνεῖτο δ' αἰσχρῶς . . οὐ προσῳδά <span class="title">Com.Adesp.</span> 1203.6, cf. Plu.2.443a, <span class="bibl">Poll.4.58</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> metaph., π. στοναχά <span class="bibl">E.<span class="title">Ph.</span> 1498</span>(lyr.): c. dat., π. ἡ τύχη τὠμῷ πάθει <span class="bibl">Id.<span class="title">Ion</span>359</span>; <b class="b3">τῷ νόμῳ π</b>. Plu. 2.138b.</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 17:38, 1 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσῳδός Medium diacritics: προσῳδός Low diacritics: προσωδός Capitals: ΠΡΟΣΩΔΟΣ
Transliteration A: prosōidós Transliteration B: prosōdos Transliteration C: prosodos Beta Code: prosw|do/s

English (LSJ)

όν, (ᾠδή)

   A singing or sounding in accord, harmonious, μέλος E.Fr.631 (lyr.); ὑμνεῖτο δ' αἰσχρῶς . . οὐ προσῳδά Com.Adesp. 1203.6, cf. Plu.2.443a, Poll.4.58.    2 metaph., π. στοναχά E.Ph. 1498(lyr.): c. dat., π. ἡ τύχη τὠμῷ πάθει Id.Ion359; τῷ νόμῳ π. Plu. 2.138b.

Greek (Liddell-Scott)

προσῳδός: -όν, (ᾠδὴ) ὁ ᾄδων ἢ ἠχῶν ἐν συμφωνίᾳ ἢ ἁρμονίᾳ, ἁρμονικός, μέλος Εὐρ. Ἀποσπ. 632· ὑμνεῖτο δ’ αἰσχρῶς..., οὐ προσῳδὰ Κωμικ. Ἀνώνυμ. 305, πρβλ. Πλούτ. 2. 443Α, Πολυδ. Δ΄, 58. 2) μεταφορ., πρ. στοναχὰ Εὐρ. Φοίν. 1499· μετὰ δοτ., πρ. ἡ τύχη τὠμῷ πάθει ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 359· τῷ νόμῳ πρ. Πλούτ. 2. 138Β.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
que l’on chante avec accompagnement d’un instrument ; fig. qui s’accorde avec, τινι.
Étymologie: πρός, ᾄδω.

Greek Monolingual

-όν, Α
1. αυτός που άδει ή ηχεί σε συμφωνία, αρμονικός («προσῳδὰ ὄργανα» — όργανα τα οποία, κρουόμενα με πλήκτρο, συνοδεύονταν από άσμα, Πολυδ.)
2. μτφ. αυτός που είναι σύμφωνος με κάποιον ή με κάτι («προσῳδὸς ἡ τύχη τὠμῷ πάθει», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + -ῳδός (< ᾠδή), πρβλ ἐπ-ῳδός].

Greek Monotonic

προσῳδός: -όν (ᾠδή), αυτός που βρίσκεται σε αρμονία, μελωδικός, αρμονικός, σε Ευρ.· με δοτ., προσῳδὸς ἡ τύχη τὠμῷ πάθει, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

προσῳδός:
1) стройно звучащий, стройный (μέλος Eur.);
2) вторящий (στοναχὰ ἐπὶ δάκρυσιν Eur.);
3) согласный, соответствующий (τῶ νόμω Plut.);
4) сходный, похожий (τινι Eur.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσῳδός -όν [πρός, ᾠδή] harmoniërend, overdr. met dat.. προσῳδὸς ἡ τύχη τὠμῷ πάθει haar lot komt overeen met mijn ongeluk Eur. Ion 359.

Middle Liddell

προσ-ῳδός, όν [ᾠδή]
in accord, in tune, harmonious, Eur.; c. dat., προσῳδὸς ἡ τύχη τὠμῷ πάθει Eur.