μόγος: Difference between revisions

From LSJ

λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=mogos
|Transliteration C=mogos
|Beta Code=mo/gos
|Beta Code=mo/gos
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[toil]], ἱδρῶ θ', ὃν ἵδρωσα μόγῳ <span class="bibl">Il.4.27</span>; ἀέθλους ἐξανύσαντα μόγῳ <span class="title">IG</span>3.900; μόγῳ πολλῷ κάμηλον ἐξειλκύσαμεν <span class="bibl">Alciphr.1.17</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> [[trouble]], [[distress]], <span class="bibl">S.<span class="title">OC</span>1744</span> (lyr.). (Cf. Lith. [[smagùs]] 'heavy': the initial [[s]] is preserved in <b class="b3">σμογερός, σμυγερός</b>.)</span>
|Definition=ὁ, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[toil]], ἱδρῶ θ', ὃν ἵδρωσα μόγῳ <span class="bibl">Il.4.27</span>; ἀέθλους ἐξανύσαντα μόγῳ <span class="title">IG</span>3.900; μόγῳ πολλῷ κάμηλον ἐξειλκύσαμεν <span class="bibl">Alciphr.1.17</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> [[trouble]], [[distress]], <span class="bibl">S.<span class="title">OC</span>1744</span> (lyr.). (Cf. Lith. [[smagùs]] 'heavy': the initial [[s]] is preserved in <b class="b3">σμογερός, σμυγερός</b>.)</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 13:04, 11 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μόγος Medium diacritics: μόγος Low diacritics: μόγος Capitals: ΜΟΓΟΣ
Transliteration A: mógos Transliteration B: mogos Transliteration C: mogos Beta Code: mo/gos

English (LSJ)

ὁ,    A toil, ἱδρῶ θ', ὃν ἵδρωσα μόγῳ Il.4.27; ἀέθλους ἐξανύσαντα μόγῳ IG3.900; μόγῳ πολλῷ κάμηλον ἐξειλκύσαμεν Alciphr.1.17.    2 trouble, distress, S.OC1744 (lyr.). (Cf. Lith. smagùs 'heavy': the initial s is preserved in σμογερός, σμυγερός.)

Greek (Liddell-Scott)

μόγος: -ου, ὁ, μόχθος, κόπος, ἱδρῶ θ’, ὃν ἵδρωσα μόγῳ Ἰλ. Δ. 27· ἀέθλους ἐξανύσαντα μόγῳ Συλλ. Ἐπιγρ. 434. 2) ταλαιπωρία, κακοπάθεια, Λατ. labor, Σοφ. Ο. Κ. 1744· πρβλ. μόχθος. (Πρὸς τὰ μόγος, μογέω, μογερός, πρβλ. μόγις· πρὸς τὸ μόλις, πρβλ. Λατ. moles, molestus· - μόγος, ὡσαύτως = μόχθος, μετὰ παρεμβαλλομένου θ, πρβλ. ἄχος, ἄχθος).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 travail pénible, effort;
2 souffrance, douleur.
Étymologie: R. Μογ, faire un effort pénible.

English (Autenrieth)

toil, Il. 4.27†.

Greek Monolingual

μόγος, ὁ (Α)
1. μόχθος, κόπος, κοπιώδης εργασία («ἱδρῶθ', ὃν ἵδρωσα μόγῳ», Ομ. Ιλ.)
2. ταλαιπωρία, στενοχώριαμόγος ἔχει» Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. εμφανίζεται σπάνια, ενώ, αντίθετα, χρησιμοποιείται συχνότερα η συνώνυμη της μόχθος. Παρ' όλα αυτά, η λ. μόγος θεωρείται αρχική, ενώ το ρ. μογέω μετονοματικό παράγωγο. Αν η γλώσσα που παραδίδει ο Ησύχ. «σμογερόν
σκληρόν, ἐπίβουλον, μοχθηρόν» είναι αρχαία και αυθεντική, θα μπορούσε η λ. μόγος (< σμόγος) να συνδεθεί με επίθ. της Βαλτικής: λιθουαν. smagus «βαρύς, κουραστικός» και λεττον. smag(r)s. Η σημασιολογική και μορφολογική, εξάλλου, ομοιότητα της λέξης μόγος με τα μόχθος, μοχλός δεν μπορεί να στηρίξει μια θετική ετυμολ. για τη λ.].

Greek Monotonic

μόγος: -ου, ὁ,
1. μόχθος, δυσκολία, σε Ομήρ. Ιλ.
2. δυσκολία, στενοχώρια, Λατ. labor, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

μόγος:
1) трудная работа, труд: ἱδρώς, ὃν ἵδρωσα μόγῳ Hom. пот, которым я обливалась трудясь;
2) страдание, горе: μ. ἔχει (sc. με) Soph. мне больно.

Middle Liddell


1. toil, trouble, Il.
2. trouble, distress, Lat. labor, Soph.