ἱερεία: Difference between revisions
ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valor — even at the risk of death
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=iereia | |Transliteration C=iereia | ||
|Beta Code=i(erei/a | |Beta Code=i(erei/a | ||
|Definition=ἡ, (ἱερεύω) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[sacrifice]], [[festival]], <span class="bibl">LXX<span class="title">4 Ki.</span>10.20</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> = [[ἱερατεία]], <span class="title">CIG</span>3491.23 (Thyatira). </span><span class="sense"> <span class="bld">III</span> Cypr. | |Definition=ἡ, (ἱερεύω) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[sacrifice]], [[festival]], <span class="bibl">LXX<span class="title">4 Ki.</span>10.20</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> = [[ἱερατεία]], <span class="title">CIG</span>3491.23 (Thyatira). </span><span class="sense"> <span class="bld">III</span> Cypr.[[ἰερηϝί]][[j]]α, [[sanctuary]], τᾶς Ἀθάνας <span class="title">Inscr.Cypr.</span>135.20H. (v B.C.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 17:20, 8 July 2020
English (LSJ)
ἡ, (ἱερεύω)
A sacrifice, festival, LXX4 Ki.10.20. II = ἱερατεία, CIG3491.23 (Thyatira). III Cypr.ἰερηϝίjα, sanctuary, τᾶς Ἀθάνας Inscr.Cypr.135.20H. (v B.C.).
German (Pape)
[Seite 1240] ἡ, die Priesterwürde, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
ἱερεία: ἡ, (ἱερεύω) θυσία ἢ ἑορτή, πανήγυρις, Ἑβδ. (Δ΄ Βασιλ. Ι΄. 20). ΙΙ. = ἱερατεία, Συλλ. Ἐπιγρ. 3491. 23.
Greek Monolingual
ἡ (ΑΜ ἱέρεια, Α ιων. τ. ἱρείη, επικ. τ. ἱερέη και ἱερῇ, δωρ. τ. ἱρέα και ἱαρέα και ἱαρία)
αφοσιωμένη σε κάποιο θεό, επιφορτισμένη να τελεί θρησκευτικές τελετές
νεοελλ.
«ιέρεια της τέχνης» — διάσημη ηθοποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. του ιερεύς (πρβλ. βασιλεύς - βασίλεια). Η ύπαρξη μυκηναϊκού τ. ijereja πιστοποιεί ότι ο τ. ιέρεια δεν ανάγεται σε ιερ-ηFία, εκτός αν υποτεθεί μια ιδιαίτερη φωνητική λειτουργία].
Greek Monolingual
ἱερεία, ἡ (Α)
1. θυσία
2. εορτή
3. ιερατεία
4. το άδυτο του ναού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για τον κυπριακό τ. ἰερηFίyα, επίσης θηλ. του ιερεύς (πρβλ. ιέρεια), ο οποίος φαίνεται να δηλώνει περισσότερο τον ιερό τόπο, το άδυτο, παρά την ιέρεια].