παμπληθής: Difference between revisions
κακῶς ζῆν κρεῖσσον ἢ καλῶς θανεῖν → better to live ignobly than to die nobly, better to live badly than to die well
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=pamplithis | |Transliteration C=pamplithis | ||
|Beta Code=pamplhqh/s | |Beta Code=pamplhqh/s | ||
|Definition=ές, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[in]] or | |Definition=ές, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[in]] or [[with their whole multitude]], παμπληθεῖς Ἀρκάδες <span class="bibl">X.<span class="title">HG</span>6.5.26</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> = [[πάμπολυς]], [[very numerous]], [[multitudinous]], μεταβολαί <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>782b</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">Tht.</span>156b</span>; γεωργίαι <span class="bibl">D. 19.145</span>; πονηρίαι <span class="bibl">Id.21.19</span>; <b class="b3">χρήματα</b> prob. in <span class="bibl">D.S. 14.13</span>; κραυγαί <span class="bibl"><span class="title">POxy.</span> 1242.54</span> (i A. D.): c. gen., παμπληθεῖς Ἀργείων <span class="bibl">Isoc.12.169</span>: with sg., <b class="b3">π. ἂν τὸ γένος ἦν</b> (sc. <b class="b3">τῶν ἰχθύων</b>) <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>567b2</span>; <b class="b3">π. κεκτήμεθα τὴν οὐσίαν</b> [[a vast amount of]]... <span class="bibl">Isoc. 15.154</span>; πῦρ π. <span class="bibl">Arist.<span class="title">Mir.</span>833a20</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">III</span> neut. as Adv., [[entirely]], παμπληθὲς ἀπέσχεν <span class="bibl">D. 19.19</span>, cf. <span class="bibl">D.C. 55.20</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 11:20, 1 July 2020
English (LSJ)
ές,
A in or with their whole multitude, παμπληθεῖς Ἀρκάδες X.HG6.5.26. II = πάμπολυς, very numerous, multitudinous, μεταβολαί Pl.Lg.782b, cf. Tht.156b; γεωργίαι D. 19.145; πονηρίαι Id.21.19; χρήματα prob. in D.S. 14.13; κραυγαί POxy. 1242.54 (i A. D.): c. gen., παμπληθεῖς Ἀργείων Isoc.12.169: with sg., π. ἂν τὸ γένος ἦν (sc. τῶν ἰχθύων) Arist.HA567b2; π. κεκτήμεθα τὴν οὐσίαν a vast amount of... Isoc. 15.154; πῦρ π. Arist.Mir.833a20. III neut. as Adv., entirely, παμπληθὲς ἀπέσχεν D. 19.19, cf. D.C. 55.20.
German (Pape)
[Seite 454] ές, mit der ganzen Menge; οἱ δ' ἀνέβησαν παμπληθεῖς Ἀρκάδες, Xen. Hell. 6, 5, 26; Plut. Pomp. 34. Auch = πάμπολυς, sehr viel, Lys. 32, 22; παμπληθεῖς Ἀργείων ἀπώλεσε, Isocr. 12, 169; Plat. Legg. VI, 782 b; Arist. H. A. 6, 13 u. Folgde. – Das neutr., adverbial gebraucht, wird auch πάμπληθες geschrieben, Dem. 19, 19; Suid.
Greek (Liddell-Scott)
παμπληθής: -ές, ὁ μετὰ παντὸς τοῦ πλήθους, οἱ δὲ ἀνέβησαν παμπληθεῖς Ἀρκάδες Ξεν. Ἑλλ. 6. 5, 26. ΙΙ. = πάμπολυς, μεταβολαὶ Πλάτ. Νόμ. 782Β, πρβλ. Θεαίτ. 156Β· γεωργίαι Δημ. 386. 5· μετὰ γενικ., παμπληθεῖς Ἀργείων Ἰσοκρ. 268C· μεθ’ ἑνικ. οὐσιαστ., π. ἂν τὸ γένος ἧν (ἐξυπ. τῶν ἰχθύων) Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 13, 4· π. (κ)εκτήμεθα τὴν οὐσίαν, μεγάλην.., Ἰσοκρ. περὶ Ἀντιδ. § 165 (;)· πῦρ π. Ἀριστ. π. Θαυμασ. 39· π. χρόνος Διόδ. 14. 13· πρβλ. παμπλήρης. ΙΙΙ. οὐδ. ὡς ἐπίρρ., ὁλοκλήρως, παμπληθὲς ἀπέσχεν Δημ. 347, 8, πρβλ. Δίωνα Κ. 55. 20.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 tout en masse;
2 tout à fait nombreux ; neutre adv. • παμπληθὲς ἐπέσχε τοῦ DÉM il s’en fallut du tout au tout que.
Étymologie: πᾶν, πλῆθος.
Greek Monolingual
-ές (ΑΜ παμπληθής -ές)
1. ο με όλο του το πλήθος, αθρόος («παμπληθής συγκέντρωση»)
2. αυτός που αποτελείται από πάρα πολύ μεγάλο πλήθος, πολυπληθέστατος, απειροπληθής, αναρίθμητος («παμπληθῆ κεκτήμεθα τὴν οὐσίαν», Iσοκρ.)
αρχ.
1. (το ουδ. ως επίρρ.) παμπληθές
καθ' ολοκληρίαν, τελείως
2. (για χρόνο) μακρότατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -πληθής (< πλήθος), πρβλ. πολυ-πληθής].
Greek Monotonic
παμπληθής: -ές (πλῆθος),
I. αυτός που έρχεται από ή με ολόκληρο το πλήθος, σε Ξεν.
II. = πάμπολυς, πολυάριθμος, πολυπληθής, σε Πλάτ., Δημ.
III. ουδ. ως επίρρ., ολοκληρωτικά, εντελώς, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
παμπληθής:
1) всей массой, в полном составе, все до одного (παμπληθεῖς Ἀρκάδες Xen.);
2) чрезвычайно многочисленный (αἰσθήσεις Plat.; ἀργύριον Arst.): παμπληθεῖς Ἀργείων Isocr. великое множество аргивян;
3) Arst. v. l. = παμπλήρης.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παμπληθής -ές [πᾶς, πλῆθος] in grote hoeveelheid, talrijk. n. adv. παμπληθές geheel en al, helemaal.
Middle Liddell
παμ-πληθής, ές πλῆθος
I. of or with the whole multitude, Xen.
II. = πάμπολυς, very numerous. multitudinous, Plat., Dem.
III. neut. as adv. entirely, Dem.