ἀπολογισμός: Difference between revisions
οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+), ([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, ") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=apologismos | |Transliteration C=apologismos | ||
|Beta Code=a)pologismo/s | |Beta Code=a)pologismo/s | ||
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ὁ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[giving account]], [[statement of reasons]], etc., v.l. in <span class="bibl">Aeschin.3.247</span>, <span class="bibl">Plb.10.11.5</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> [[account kept]], [[record]], ἀναλωμάτων <span class="bibl">Luc.<span class="title">Dem.Enc.</span>33</span>; ἀπολογισμὸν ποιήσασθαι <span class="title">Klio</span>18.276 (Delph., ii B. C.), cf. <span class="bibl">Plu.<span class="title">Per.</span>23</span>, <span class="bibl"><span class="title">POxy.</span>297.5</span> (i A. D.): in pl., Plu.2.822e. </span><span class="sense"> <span class="bld">3</span> [[narration]], <span class="bibl">Plb.10.21.8</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">4</span> = [[ἀπολογία]], Zeno Stoic.1.55; <b class="b3">τοῦ βίου, τῶν πράξεων</b>, Plu.2.726b, <span class="bibl"><span class="title">Sull.</span>34</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 16:22, 1 July 2020
English (LSJ)
ὁ,
A giving account, statement of reasons, etc., v.l. in Aeschin.3.247, Plb.10.11.5. 2 account kept, record, ἀναλωμάτων Luc.Dem.Enc.33; ἀπολογισμὸν ποιήσασθαι Klio18.276 (Delph., ii B. C.), cf. Plu.Per.23, POxy.297.5 (i A. D.): in pl., Plu.2.822e. 3 narration, Plb.10.21.8. 4 = ἀπολογία, Zeno Stoic.1.55; τοῦ βίου, τῶν πράξεων, Plu.2.726b, Sull.34.
German (Pape)
[Seite 313] ὁ, das Rechnungführen, Rechnungablegen, Sp.; Rechnung, Luc. Dem. enc. 33; Rechtfertigung, Aesch. 3, 247; Cic. Att. 16, 7. Bei Pol. Darlegung, Auseinandersetzung, ὁ κεφαλαιώδης τῶν πράξεων ἀπ. 10, 24; ποιεῖσθαι περί τινος 3, 11. 4, 85; ἀπολογισμοὺς φέρειν περί τινος, Gründe anführen, 9, 25. 10, 24 u. oft, wie Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπολογισμός: ὁ, τὸ ἀπολογίζεσθαι, τὸ διδόναι λόγον, Αἰσχίν. 89. 8, Πολύβ. 10. 11, 5. 2) λογαριασμός, σημείωσις λογαριασμοῦ, ἀναλωμάτων Λουκ. Δημοσθ. 33, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 3598. 33. 3) λεπτομερὴς διήγησις, Πολύβ. 10. 24, 8.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
compte que l’on rend (de qch).
Étymologie: ἀπολογίζομαι.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
A I1rendición de cuentas τῶν ἐμῶν ἀναλωμάτων Luc.Dem.Enc.33, τῆς στρατηγίας Plu.Per.23, ἀπολογισμὸν ποιήσασθαι FD 3.146.11 (II a.C.), τοῦ ἐδάφους catastro, PTeb.30.25 (II a.C.).
2 lista, relación τῶν [π] ρ[ο] βάτων POxy.297.5 (I d.C.), ἀρνίω(ν) PSarap.52.65 (II d.C.), ἀφηλίκων PMich.603.9 (II d.C.).
II exposición de razones τὴν ψῆφον φέρετε, εἰς ἀπολογισμὸν τοῖς νῦν ... οὐ παροῦσι τῶν πολιτῶν emitid el voto de modo que os podáis justificar ante los ciudadanos que no están aquí Aeschin.3.247, πρὸς τοὺς Ῥοδίους Plb.15.23.2, ὑπὲρ ἑκάστου τῶν προειρημένων Plb.10.21.5
•plu. argumentos Plb.10.11.5, περὶ τῶν ἐγκαλουμένων Plb.4.14.7, περὶ τῆς ἰδίας αἱρέσεως Plb.24.12.1, ἀπολογισμοὺς ποιήσασθαι ofrecer argumentos Plb.3.11.4.
III defensa, argumento καθῆκόν φασιν εἶναι ὃ πραχθὲν εὔλογόν [τε] ἴσχει ἀπολογισμόν Zeno Stoic.1.55 (= 3.134), τὸν θαυμάσιον ἐκεῖνον ἀπολογισμὸν προφερόμεναι Clem.Al.Paed.2.12.119, c. gen. τοῦ βίου Plu.2.726b, τῶν πράξεων Plu.Sull.34, τὸν ἀπολογισμὸν ὑποσχεῖν τοῦ μή ... Eus.PE 10.4.31
•c. prep. ὑπὲρ ὧν ᾐτιάζετο D.C.41.1.3.
B argumento del que el adversario no puede hacer uso Charis 285.
Greek Monolingual
ο (Α ἀπολογισμός)
νεοελλ.
1. απόδοση λεπτομερούς λογαριασμού ορισμένης διαχείρισης
2. ανακεφαλαίωση, συνοπτική παρουσίαση
αρχ.
1. διήγηση, έκθεση
2. απολογία.
Greek Monotonic
ἀπολογισμός: ὁ,
1. απόδοση λογαριασμού, λογοδοσία, σε Αισχίν.
2. υπολογισμός που έχει κρατηθεί σε γραπτή μορφή, καταγραφή, το αρχείο, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀπολογισμός: ὁ
1) отчет (Aeschin., Polyb.; ἀπολογισμὸν τῶν πράξεων ποιεῖσθαι Plut.);
2) оправдание; объяснение, обоснование (ἀπολογισμοὺς φέρειν περί τινος Polyb.);
3) изложение, сообщение (τινος и περί τινος Polyb.).
Middle Liddell
[from ἀπολογίζομαι
1. a giving account, statement, Aeschin.
2. an account kept, record, Luc.