πτωκάς: Difference between revisions

From LSJ

ὃ σὺ μισεῖς ἑτέρῳ μὴ ποιήσεις → don't do to others what you don't want them to do to you

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ptokas
|Transliteration C=ptokas
|Beta Code=ptwka/s
|Beta Code=ptwka/s
|Definition=άδος, ἡ, (πτώξ, πτώσσω) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[timorous]], πτωκάσιν αἰθυίῃσι <span class="bibl">Hom. <span class="title">Epigr.</span>8.2</span>; <b class="b3">π. κύπειρος</b> [[crouching]], [[low]], Simm.12. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> pl. as Subst., [[timorous ones]], i.e. [[birds]], <span class="bibl">S.<span class="title">Ph.</span>1093</span> (lyr., dub.l.).</span>
|Definition=άδος, ἡ, (πτώξ, πτώσσω) <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[timorous]], πτωκάσιν αἰθυίῃσι <span class="bibl">Hom. <span class="title">Epigr.</span>8.2</span>; <b class="b3">π. κύπειρος</b> [[crouching]], [[low]], Simm.12. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> pl. as Subst., [[timorous ones]], i.e. [[birds]], <span class="bibl">S.<span class="title">Ph.</span>1093</span> (lyr., dub.l.).</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 21:40, 11 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πτωκάς Medium diacritics: πτωκάς Low diacritics: πτωκάς Capitals: ΠΤΩΚΑΣ
Transliteration A: ptōkás Transliteration B: ptōkas Transliteration C: ptokas Beta Code: ptwka/s

English (LSJ)

άδος, ἡ, (πτώξ, πτώσσω)    A timorous, πτωκάσιν αἰθυίῃσι Hom. Epigr.8.2; π. κύπειρος crouching, low, Simm.12.    II pl. as Subst., timorous ones, i.e. birds, S.Ph.1093 (lyr., dub.l.).

German (Pape)

[Seite 812] άδος, ἡ, fem. zu πτώξ, scheu, flüchtig, furchtsam; Hom. ep. 8, 2; bei Soph. Phil. 1083 l. d.

Greek (Liddell-Scott)

πτωκάς: -άδος, ἡ, (πτώξ, πτώσσω), δειλή, πεφοβημένη, πτωκάσιν αἰθυίῃσι, Ὁμ. Ἐπιγράμμ. 8, 2· πτωκὰς κύπειρος, συνεσταλμένη, «ζαρωμένη», «παρὰ Σιμμίᾳ ἡ πόα, διὰ τὸ χθαμαλὴ εἶναι» Ἡσύχ.· - ἐν Σοφ. Φιλ. 1093, τὸ πτωκάδες λαμβάνεται ὑπὸ τοῦ Σχολ. ὡς οὐσιαστ., σημαῖνον τὰς Ἁρπυίας, παρέχον συγχρόνως καί τινας ποικιλίας γραφῆς, οἷον πτωχάδες, πρωτάδες (ὁ Brunck προτείνει πλωάδες, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1054), δρομάδες.

French (Bailly abrégé)

άδος
adj. f.
qui s’abat sur ; αἱ πτωκάδες oiseaux de proie ou Harpyies.
Étymologie: πίπτω.

Greek Monolingual

-άδος, ἡ, Α
1. δειλή, φοβισμένη
2. μτφ. ζαρωμένη («πτωκάς κύπειρος», Σιμμ.)
3. (στον πληθ. ως ουσ.) «αἱ πτωκάδες» — οι Άρπυιες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτώξ, -κός «δειλός» + κατάλ. -άς, -άδος (πρβλ. πελει-άς)].

Greek Monotonic

πτωκάς: -άδος, ἡ (πτώσσω), δειλή, φοβισμένη, Επικ., σε Όμηρ.· πτωκάδες, σε Σοφ.· φαίνεται να είναι τα φοβισμένα πλάσματα, τα πουλιά.

Russian (Dvoretsky)

πτωκάς: άδος (ᾰδ) adj. f пугливая, робкая (αἴθυιαι Hom.).
άδος ἡ птица, предполож. гарпия (αἰθέρος πτωκάδες Soph.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πτωκάς -άδος [πτώσσω] bang.

Middle Liddell

πτώσσω
cowering, timorous, epic Hom.: πτωκάδες in Soph. seem to be timorous creatures, birds.