παραίρημα: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ μανθάνειν δ' ἥδιστον εὖ λέγοντος, εἰ κέρδος λέγοι → It is the sweetest thing to learn from one speaking well, if they speak profitably

Sophocles, Antigone, 1031-2
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''παραίρημα''': τό, τὸ πρὸς ταῖς ᾤαις [[μέρος]] τῶν ἐσθήτων, [[Πολυδ]]. Ζ΄, 64· [[καθόλου]], [[ταινία]], λωρίς, Θουκ. 4. 48· [[οὕτως]] ἐν Ἱππ. π. Ἰηρ. 745, [[ἔνθα]] τὰ ἀντίγραφα ποικίλλουσι μεταξὺ τοῦ παραίρεμα, παρείεμα, [[πάρερμα]], ὁ Littré (3. 314) διορθοῖ τοῦ [[παραίρημα]]· - ὁ Γαλην. 12. 345 ὡς φαίνεται ἀνέγνω παράρματα, [[ὅπερ]] φαίνεται ὅτι ἦτο ὁ ἐν τῇ ὁμιλίᾳ [[συνήθης]] [[τύπος]], [[διότι]] ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει παραιρήματα διὰ τοῦ παράρματα ἱματίων
|lstext='''παραίρημα''': τό, τὸ πρὸς ταῖς ᾤαις [[μέρος]] τῶν ἐσθήτων, Πολυδ. Ζ΄, 64· [[καθόλου]], [[ταινία]], λωρίς, Θουκ. 4. 48· [[οὕτως]] ἐν Ἱππ. π. Ἰηρ. 745, [[ἔνθα]] τὰ ἀντίγραφα ποικίλλουσι μεταξὺ τοῦ παραίρεμα, παρείεμα, [[πάρερμα]], ὁ Littré (3. 314) διορθοῖ τοῦ [[παραίρημα]]· - ὁ Γαλην. 12. 345 ὡς φαίνεται ἀνέγνω παράρματα, [[ὅπερ]] φαίνεται ὅτι ἦτο ὁ ἐν τῇ ὁμιλίᾳ [[συνήθης]] [[τύπος]], [[διότι]] ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει παραιρήματα διὰ τοῦ παράρματα ἱματίων
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 20:40, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραίρημα Medium diacritics: παραίρημα Low diacritics: παραίρημα Capitals: ΠΑΡΑΙΡΗΜΑ
Transliteration A: paraírēma Transliteration B: parairēma Transliteration C: parairima Beta Code: parai/rhma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A edge or selvage of cloth: generally, band, strip, Th.4.48; prob. for παραίρεμα or πάρερμα in Hp.Off.12; expld. by παράρματα ἱματίων, Hsch.

German (Pape)

[Seite 480] τό, Sahlband, Sahlleiste, dergleichen an den Tüchern angewebt waren und vom Schneider weggenommen wurden, Poll. 7, 64 u. a. VLL.; bei Thuc. 4, 48 Streifen od. Schleifen zum Erhängen.

Greek (Liddell-Scott)

παραίρημα: τό, τὸ πρὸς ταῖς ᾤαις μέρος τῶν ἐσθήτων, Πολυδ. Ζ΄, 64· καθόλου, ταινία, λωρίς, Θουκ. 4. 48· οὕτως ἐν Ἱππ. π. Ἰηρ. 745, ἔνθα τὰ ἀντίγραφα ποικίλλουσι μεταξὺ τοῦ παραίρεμα, παρείεμα, πάρερμα, ὁ Littré (3. 314) διορθοῖ τοῦ παραίρημα· - ὁ Γαλην. 12. 345 ὡς φαίνεται ἀνέγνω παράρματα, ὅπερ φαίνεται ὅτι ἦτο ὁ ἐν τῇ ὁμιλίᾳ συνήθης τύπος, διότι ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει παραιρήματα διὰ τοῦ παράρματα ἱματίων

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
bande, rognure qu’on ôte d’une pièce de drap, d’un vêtement.
Étymologie: παραιρέω.

Greek Monolingual

τὸ, Α παραιρώ
1. η άκρη μάλλινου υφάσματος η οποία είναι πιο χοντρή από το κυρίως ύφασμα
2. ταινία, λωρίδα.

Greek Monotonic

παραίρημα: -ατος, τό, άκρη ή ούγια υφάσματος (που κόβεται από τον ράφτη)· γενικά, λωρίδα, ταινία, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

παραίρημα: ατος τό кайма ткани, кромка, (отрезанная) полоска ткани, лента Thuc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παραίρημα -ατος, τό [παραιρέω] strook, reep (van een kledingstuk).

Middle Liddell

παραίρημα, ατος, τό, [from παραιρέω
the edge or selvage of cloth (cut off by the tailor): generally, a band, strip, Thuc.