ἀνειλέω: Difference between revisions
πένης ὢν τὴν γυναῖκα χρήματα λαβὼν ἔχει δέσποιναν, οὐ γυναῖκ' ἔτι → a poor man getting rich turns his wife into his boss, not his wife any more
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=aneileo | |Transliteration C=aneileo | ||
|Beta Code=a)neile/w | |Beta Code=a)neile/w | ||
|Definition=<span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=<span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[roll up]] or [[crowd together]], πολεμίους <span class="bibl">Philostr.<span class="title">VA</span>2.11</span>:— Pass., [[crowd]] or [[throng together]], ἀνειληθέντες ἔς τι χωρίον <span class="bibl">Th.7.81</span>; αἱ μέλιτται . . αὐτοῦ ἀνειλοῦνται <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>627b12</span>; of wind [[pent in the bowels]], v.l. in <span class="bibl">Hp.<span class="title">Prog.</span>11</span>; <b class="b3">πνεῦμα - ούμενον</b> <span class="bibl">Epicur.<span class="title">Ep.</span>2p.46U.</span>; of sound, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Aud.</span>804a20</span>; ἀνειλεῖται ἡ γλῶσσα [[is kept within bounds]], Plu.2.503c. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> [[unroll]], ib.109d.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 14:59, 1 July 2020
English (LSJ)
A roll up or crowd together, πολεμίους Philostr.VA2.11:— Pass., crowd or throng together, ἀνειληθέντες ἔς τι χωρίον Th.7.81; αἱ μέλιτται . . αὐτοῦ ἀνειλοῦνται Arist.HA627b12; of wind pent in the bowels, v.l. in Hp.Prog.11; πνεῦμα - ούμενον Epicur.Ep.2p.46U.; of sound, Arist.Aud.804a20; ἀνειλεῖται ἡ γλῶσσα is kept within bounds, Plu.2.503c. II unroll, ib.109d.
German (Pape)
[Seite 220] zurückdrängen, ἀνειληθέντες ἐς χωρίον τι Thuc. 7, 81; – aufwickeln, aufschlagen, γραμματίδιον Plut. Consol. ad Apoll. p. 337. – Med., ἡ τοῦ λόγου διέξοδος οἷον ἀνειλουμένη Plat. Criti. 109 a, zusammengedrängt; auch Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνειλέω: (ἴδε εἴλω), περικλείω, στενοχωρῶ, στρυμώνω, καὶ τὸ ἀνειλῆσαι πολεμίους Φιλόστρ. 59: - Μέσ., συστρέφομαι, συναθροίζομαι, στρυμώνομαι, ἀνειληθέντες γὰρ ἔς τι χωρίον Θουκ. 7. 81· αἱ μέλιτται... αὐτοῦ ἀνειλοῦνται Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 40. 57· ἐπὶ ἀέρος κεκλεισμένου ἢ συμπυκνωθέντος ἐν τοῖς ἐντέροις, κρέσσον δὲ σὺν ψόφῳ διελθεῖν ἢ αὐτοῦ ἀνειλέεσθαι Ἱππ. Προγν. 40· ἐν Γαλην. Γλωσσ. σ. 432, ὑπάρχει: «ἀνειλισθῶσιν· εἰς τὸ ἄνω εἰλισθεῖσαι συστραφῶσιν»· - ἐπὶ ἤχου, ἀλλ’ αὐτοῦ προσκόπτουσαν ἀνειλεῖσθαι τὴν φωνὴν καὶ λαμβάνειν ὄγκον Ἀριστ. Ἀκουστ. 65· περιορίζομαι, «συμμαζεύομαι» περὶ τῆς γλώσσης ἐὰν... μὴ ὑπακούῃ, μηδ’ ἀνειλῆται Πλούτ. 2. 503C. ΙΙ. «ξεδιπλώνω», ἀνοίγω, ἀνειλήσαντα οὖν [τὸ γραμματάδιον] ἰδεῖν ἐγγεγραμμένα τρία ταῦτα αὐτόθι 109C: - Παθ, Πλάτ. Κριτί. 109Α· ἴδε ἀνείλλω.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 contraindre à se replier;
2 parcourir en revenant sur ses pas;
3 dérouler, développer;
Moy. ἀνειλέομαι-οῦμαι se dérouler.
Étymologie: ἀνά, εἱλέω.
Spanish (DGE)
I 1rechazar πολεμίους Philostr.VA 2.11, en v. pas. ἀνειληθέντες ... ἔς τι χωρίον Th.7.81.
2 en v. med.-pas. concentrarse, reunirse μέλιτται Arist.HA 627b12, πνεῦμα Epicur.Ep.[3] 102
•ser constreñido o coartado (ἡ γλῶσσα) Plu.2.503c
•ser retenido de los gases intestinales, Hp.Coac.485.
II desenrollar αὐτό (γραμματείδιον) Plu.2.109d, ἀνείλησεν αὐτὴν ἐνώπιόν μου y lo desenrolló delante de mí LXX Ez.2.10
•en v. med. extenderse de un incendio, Longin.12.4.
Greek Monotonic
ἀνειλέω: μέλ. -ήσω, περικλείω, περιτυλίγω μαζί — Παθ., συναθροίζομαι ή συνωστίζομαι, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνειλέω: и ἀνείλλω
1) оттеснять, pass. быть оттесняемым, запираемым (ἀνειληθέντες ἔς τι χωρίον Thuc.): αἱ μέλιτται ἀνειλοῦνται Arst. пчелы сбиваются в кучу, т. е. роятся;
2) сгущаться, становиться густым (ἡ φωνὴ ἀνειλεῖται Arst.);
3) развертывать (γραμματίδιον Plut.): ἡ τοῦ λόγου διέξοδος ἀνειλλομένη Plat. развитие повествования, ход рассказа.
Middle Liddell
1. to roll up together:— Pass. to crowd or throng together, Thuc.
2. ἀνείλω, Pass. to shrink up or back, Plat.