χολώδης: Difference between revisions
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=cholodis | |Transliteration C=cholodis | ||
|Beta Code=xolw/dhs | |Beta Code=xolw/dhs | ||
|Definition=ες, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> = [[χολοειδής]], [[like bile]] or [[gall]], [[bilious]], <b class="b3">ἐκκρίσιες, ἔμες μα</b>, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Aph.</span>2.15</span>, <span class="bibl"><span class="title">Epid.</span>6.4.4</span>.; χυμοί <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ti.</span>86e</span>; ὑγρότης <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>506b3</span>; χλωραὶ γλῶσσαι χολώδεες | |Definition=ες, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> = [[χολοειδής]], [[like bile]] or [[gall]], [[bilious]], <b class="b3">ἐκκρίσιες, ἔμες μα</b>, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Aph.</span>2.15</span>, <span class="bibl"><span class="title">Epid.</span>6.4.4</span>.; χυμοί <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ti.</span>86e</span>; ὑγρότης <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>506b3</span>; χλωραὶ γλῶσσαι χολώδεες [[caused by biliousness]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Epid.</span>6.5.8</span>; χολώδεις [[bilious persons]], <span class="bibl">Arist. <span class="title">Metaph.</span>981a12</span>, Ruf. ap. <span class="bibl">Orib.7.26.12</span>, Gal.15.568. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> <b class="b2">bile-coloured</b>, χρώματα <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ti.</span>71b</span>, <span class="bibl">83b</span>; οἷς ἂν ἐπὶ τὸ χολωδέστερον ἡ χρόα μεταβάλῃ Gal.17(2).270. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> [[bilious]], [[angry]], χ. τι ὑποβλέπειν Luc.<span class="title">Vit. Auct.</span>7, cf. <span class="bibl">Philostr.<span class="title">Im.</span>2.12</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 15:24, 1 July 2020
English (LSJ)
ες,
A = χολοειδής, like bile or gall, bilious, ἐκκρίσιες, ἔμες μα, Hp.Aph.2.15, Epid.6.4.4.; χυμοί Pl.Ti.86e; ὑγρότης Arist.HA506b3; χλωραὶ γλῶσσαι χολώδεες caused by biliousness, Hp.Epid.6.5.8; χολώδεις bilious persons, Arist. Metaph.981a12, Ruf. ap. Orib.7.26.12, Gal.15.568. 2 bile-coloured, χρώματα Pl.Ti.71b, 83b; οἷς ἂν ἐπὶ τὸ χολωδέστερον ἡ χρόα μεταβάλῃ Gal.17(2).270. II bilious, angry, χ. τι ὑποβλέπειν Luc.Vit. Auct.7, cf. Philostr.Im.2.12.
German (Pape)
[Seite 1363] ες, zsgz. = χολοειδής; χυμοί, χρώματα, Plat. Tim. 71 b 86 e; Sp., wie Philostr.
Greek (Liddell-Scott)
χολώδης: -ες, = χολοειδής, ὅμοιος πρὸς χολήν, πλήρης χολῆς, Ἱππ. Ἀφ. 1244, πρβλ. 1180Α, κλπ.· χυμοὶ Πλουτ. Τιμ. 86Ε· ὑγρότης Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 15, 11· χλωραὶ γλῶσσαι χολώδεις, γίνονται τοιαῦται ἐκ πλεονασμοῦ χολῆς, Ἱππ. 1185. 1· χολώδεις, ἄνθρωποι πλήρεις χολῆς, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 1, 6, Γαλην., κλπ. 2) ὅμοιος χολῇ, χρῶμα Πλάτ. Τίμ. 71Β, 83Β· οἷς ἂν ἐπὶ τὸ χολωδέστερον ἡ χρόα μεταβάλη Γαλην. ΙΙΙ. ὀργίλος, πλήρης ὀργῆς, χ. τι ὑποβλέπειν Λουκ. Βίων Πρᾶσις 7, πρβλ. Φιλόστρ. 829.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
1 irascible;
2 t. de méd. bilieux (tempérament).
Étymologie: χόλος, -ωδης.
Greek Monolingual
-ες / χολώδης, -ῶδες, ΝΜΑ χόλος/χολή
1. όμοιος με χολή (α. «χολώδης έμετος» β. «χολώδη χρώματα», Πλάτ.)
2. μτφ. ο γεμάτος οργή («συνέσπακε τὰς ὀφρῡς καὶ ἀπειλητικόν τι καὶ χολῶδες ὑποβλέπει», Λουκιαν.)
αρχ.
1. αυτός που περιέχει άφθονη χολή, γεμάτος χολή (α. «πικροὶ καὶ χολώδεις χυμοί», Πλάτ.- β. «χλωραὶ γλῶσσαι χολώδεις», Ιπποκρ.)
2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ χολώδεις
άνθρωποι γεμάτοι χολή, πικραμένοι ή οργισμένοι.
Greek Monotonic
χολώδης: -ες (εἶδος)·
I. όπως η χολή ή το υγρό χολής, σε Πλάτ.
II. νευριασμένος, θυμωμένος, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
χολώδης:
1) похожий на желчь, желчеобразный (χυμοί Plat.; ὑγρότης Arst.): χολώδη χρώματα Plat. цвета, напоминающие цвет желчи;
2) страдающий болезнью желчного пузыря Arst.;
3) желчный, раздражительный: χολῶδές τι ὑποβλέπειν Luc. иметь желчный вид.
Middle Liddell
χολ-ώδης, ες εἶδος
I. like bile or gall, bilious, Plat.
II. bilious, angry, Luc.