ὀρικός: Difference between revisions

From LSJ

μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
(CSV import)
Line 30: Line 30:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ὀρεύς]]<br />of or for a [[mule]], ὀρ. [[ζεῦγος]] a [[pair]] of mules, Plat., etc.
|mdlsjtxt=[[ὀρεύς]]<br />of or for a [[mule]], ὀρ. [[ζεῦγος]] a [[pair]] of mules, Plat., etc.
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[of a mule]]
}}
}}

Revision as of 13:55, 4 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρῐκός Medium diacritics: ὀρικός Low diacritics: ορικός Capitals: ΟΡΙΚΟΣ
Transliteration A: orikós Transliteration B: orikos Transliteration C: orikos Beta Code: o)riko/s

English (LSJ)

ή, όν, (ὀρεύς)

   A of or for a mule, ὀ. ζεῦγος a pair of mules, Pl. Ly.208b, Is.5.43, Aeschin.2.111,3.76, D.S.2.11, Jul.Or.2.72a :—the form ὀρεικός occurs in Thom.Mag.p.253 R. and Suid. (interpol.) and as v.l. in Pl.l.c.

German (Pape)

[Seite 378] = ὀρεικός; ζεῦγος, Is. 5, 43; Plat. Lys. 208 b; Aesch. 2, 111.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρῐκός: -ή, -όν, (ὀρεὺς) ὁ ἀνήκων ἢ ἀρμόζων εἰς ἡμίονον, ὀρ. ζεῦγος, ζεῦγος ἡμιόνων, Πλάτ. Λῦσ. 208Β, Ἰσαῖ. 55. 24, Αἰσχίν. 42. 36, Διόδ. 2. 11 - ὁ τύπος, ὀρεικός (ὅστις εἶναι ὁ ὀρθότερος) ἀπαντᾷ παρὰ Θωμᾷ τῷ Μαγίστρ. καὶ τῷ Σουΐδ. καὶ ὡς διάφ. γραφὴ παρὰ Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ. Πρβλ. ὀρεύς.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de mulet.
Étymologie: ὀρεύς.

Greek Monolingual

(I)
-ή, -ό (Α ὁρικός, -ή, -όν) [[όρος (Ι)]
νεοελλ.
φρ. α) «ορική γωνία»
φυσ. η ελάχιστη γωνία πρόσπτωσης μιας φωτεινής ακτίνας πάνω στη διαχωριστική επιφάνεια δύο διαφανών οπτικών μέσων, ώστε να διαθλαστεί, κινούμενη στη συνέχεια παράλληλα προς την επιφάνεια αυτή
β) «ορικό στρώμα»
(ηλεκτρολ.) βλ. οριακός («οριακό στρώμα»)
αρχ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χάραξη ορίων, συνόρων
2. αστρολ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο όριο, δηλ. στην υποδιαίρεση ενός ζωδιακού σημείου το οποίο είναι προσαρτημένο σε έναν πλανήτη.
επίρρ...
ὁρικῶς (Α)
1. σε σχέση με τη χάραξη ορίων, συνόρων
2. αστρολ. με ορικό τρόπο.
(II)
ὀρικός καί ὀρεικός, -ή, -όν (Α)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μουλάρι ή αυτός που αρμόζει σε μουλάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρεύς «μουλάρι» + κατάλ. -ικός]].

Greek Monotonic

ὀρῐκός: -ή, -όν (ὀρεύς), αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε μουλάρια, ὀρικὸν ζεῦγος, ζευγάρι μουλαριών, σε Πλάτ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

ὀρῐκός: ὀρεύς запряженный мулами: ὀρικὸν ζεῦγος Plat., Aeschin., Plut. пара мулов.

Middle Liddell

ὀρεύς
of or for a mule, ὀρ. ζεῦγος a pair of mules, Plat., etc.

English (Woodhouse)

of a mule

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)