φιλάργυρος: Difference between revisions

From LSJ

Cras amet qui numquam amavit quique amavit cras amet → May he love tomorrow who has never loved before; And may he who has loved, love tomorrow as well.

Pervigilium Veneris
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
(CSV import)
Line 39: Line 39:
{{Chinese
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':fil£rguroj 非而-阿而句羅士<br />'''詞類次數''':形容詞(2)<br />'''原文字根''':喜愛-銀<br />'''字義溯源''':愛銀子,貪財的,愛錢財,貪愛錢財的;由([[φίλος]])*=親愛)與([[ἄργυρος]])=銀)組成,而 ([[ἄργυρος]])出自([[ἀργός]])X*=發光)<br />'''出現次數''':總共(2);路(1);提後(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 愛錢財(1) 提後3:2;<br />2) 貪愛錢財的(1) 路16:14
|sngr='''原文音譯''':fil£rguroj 非而-阿而句羅士<br />'''詞類次數''':形容詞(2)<br />'''原文字根''':喜愛-銀<br />'''字義溯源''':愛銀子,貪財的,愛錢財,貪愛錢財的;由([[φίλος]])*=親愛)與([[ἄργυρος]])=銀)組成,而 ([[ἄργυρος]])出自([[ἀργός]])X*=發光)<br />'''出現次數''':總共(2);路(1);提後(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 愛錢財(1) 提後3:2;<br />2) 貪愛錢財的(1) 路16:14
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[covetous]], [[grasping]], [[miserly]], [[niggardly]], [[stingy]], [[greedy of money]], [[rapacious of money]], [[taking bribes]]
}}
}}

Revision as of 16:07, 4 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλάργῠρος Medium diacritics: φιλάργυρος Low diacritics: φιλάργυρος Capitals: ΦΙΛΑΡΓΥΡΟΣ
Transliteration A: philárgyros Transliteration B: philargyros Transliteration C: filargyros Beta Code: fila/rguros

English (LSJ)

ον,

   A fond of money, avaricious, S.Ant.1055, Fr.587, Pl.R.347b, PPetr.3p.150 (iii B. C.), Phld.Ind.Sto.19, Ev.Luc.16.14, etc.; Sup. -ώτατος X.Mem.3.1.10, 3.13.4.

German (Pape)

[Seite 1275] geldliebend, geldgierig, übh. habsüchtig; Soph. Ant. 1042; Plat. Gorg. 515 e u. sonst; φιλαργυρώτατος Xen. Mem. 3, 1,10; Pol. 9, 25.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλάργῠρος: -ον, ὡς καὶ νῦν, ὁ καθ’ ὑπερβολὴν φιλοχρήματος, ἄπληστος, Σοφ. Ἀντιγ. 1055, Ἀποσπ. 512, Ξεν. Ἀπομν. 3. 1, 10, κλπ.· ὑπερθ. φιλαργυρώτατος Ξεν. Ἀπομν. 3. 13, 4· ― τὸ φιλάργυρον = φιλαργυρία, Πλάτ. Πολ. 347Β. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 320.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui aime l’argent, avare.
Étymologie: φίλος, ἄργυρος.

English (Strong)

from φίλος and ἄργυρος; fond of silver (money), i.e. avaricious: covetous.

English (Thayer)

φιλαργυρον (φίλος and ἄργυρος), loving money, avaricious: Sophocles, Xenophon, Plato, others.)

Greek Monolingual

-η, -ο / φιλάργυρος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που αγαπά υπερβολικά τα αργύρια, το χρήμα, φιλοχρήματος, τσιγκούνης
νεοελλ.
1. ως κύριο όν. Ο Φιλάργυρος
τίτλος ονομαστής κωμωδίας του Μολιέρου
2. παροιμ. «στον φιλάργυρο τα γρόσα καθώς στον νεκρό η γλώσσα» — δηλώνει ότι, όπως ο νεκρός δεν μιλάει, έτσι και ο φιλάργυρος δεν δίνει χρήματα
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλάργυρον
η φιλαργυρία.
επίρρ...
φιλαργύρως Ν
με φιλαργυρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + ἄργυρος «ασήμι, αργυρά νομίσματα, χρήματα» (πρβλ. χρυσ-άργυρος)].

Greek Monotonic

φῐλάργῠρος: -ον, αυτός που αγαπά τα χρήματα, άπληστος, σε Σοφ., Ξεν. κ.λπ.· υπερθ. φιλαργυρώτατος, σε Ξεν.· τὸ φιλάργυρον, = φιλαργυρία, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

φιλάργῠρος: сребролюбивый Soph., Xen., Plat. etc.

Middle Liddell

φῐλ-άργῠρος, ον,
fond of money, covetous, Soph., Xen., etc.; Sup. φιλαργυρώτατος, Xen.:— τὸ φιλάργυρον = φιλαργυρία, Plat.

Chinese

原文音譯:fil£rguroj 非而-阿而句羅士
詞類次數:形容詞(2)
原文字根:喜愛-銀
字義溯源:愛銀子,貪財的,愛錢財,貪愛錢財的;由(φίλος)*=親愛)與(ἄργυρος)=銀)組成,而 (ἄργυρος)出自(ἀργός)X*=發光)
出現次數:總共(2);路(1);提後(1)
譯字彙編
1) 愛錢財(1) 提後3:2;
2) 貪愛錢財的(1) 路16:14

English (Woodhouse)

covetous, grasping, miserly, niggardly, stingy, greedy of money, rapacious of money, taking bribes

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)