τομός: Difference between revisions
Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei
(CSV import) |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=tomos | |Transliteration C=tomos | ||
|Beta Code=tomo/s | |Beta Code=tomo/s | ||
|Definition=ή, όν, (τέμνω) <span class="sense" | |Definition=ή, όν, (τέμνω) <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[cutting]], [[sharp]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ti.</span>61e</span>, Timo <span class="bibl">4</span> (Comp.); v.l. for [[τολμηρόν]] in <span class="bibl">D.25.24</span>; <b class="b3">ὁ μὲν σφαγεὺς ἕστηκεν ᾗ τομώτατος</b> as it will [[cut sharpest]], <span class="bibl">S.<span class="title">Aj.</span>815</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> metaph., <b class="b3">λόγος -ώτερος σιδήρου</b> Ps.<span class="bibl">Phoc. 124</span>. cf. <span class="bibl"><span class="title">Ep.Hebr.</span>4.12</span>; of persons, <b class="b3">οἱ -ώτατοι</b> the [[sharpest]], [[hottest]], <span class="bibl">Call.<span class="title">Fr.</span>78</span> codd.; ἐρέω τιτομώτερον ἣ ἀπὸ δάφνης <span class="bibl">Id.<span class="title">Del.</span>94</span> codd.; πράξεις -ώτεραι <span class="bibl">Luc.<span class="title">Tox.</span>11</span>; cf. [[τορός]]. Adv. -μῶς [[sharply]], [[clearly]], Hsch. s.v. [[τμήδην]].</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 08:55, 12 December 2020
English (LSJ)
ή, όν, (τέμνω) A cutting, sharp, Pl.Ti.61e, Timo 4 (Comp.); v.l. for τολμηρόν in D.25.24; ὁ μὲν σφαγεὺς ἕστηκεν ᾗ τομώτατος as it will cut sharpest, S.Aj.815. 2 metaph., λόγος -ώτερος σιδήρου Ps.Phoc. 124. cf. Ep.Hebr.4.12; of persons, οἱ -ώτατοι the sharpest, hottest, Call.Fr.78 codd.; ἐρέω τιτομώτερον ἣ ἀπὸ δάφνης Id.Del.94 codd.; πράξεις -ώτεραι Luc.Tox.11; cf. τορός. Adv. -μῶς sharply, clearly, Hsch. s.v. τμήδην.
German (Pape)
[Seite 1127] (τέμνω), schneidend, theilend, übh. scharf; Phot. erklärt τὸ τμητικόν; im posit. selten: Plat. Tim. 61 e; ἰταμὸν γὰρ ἡ πονηρία καὶ τομὸν καὶ πλεονεκτικόν, Dem. 25, 24, wo Bekker τολμηρόν lies't; compar. τομώτερος Phocyl. 116; superl. τομώτατος Soph. Ai. 826. – Adv., Callim. fr. 78.
Greek (Liddell-Scott)
τομός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ τέμνω, ὁ τέμνων, ὀξύς, Πλάτ. Τίμ. 61Ε, Τίμων παρ’ Ἀθην. 443Ε· ὁ μὲν σφαγεὺς ἔστηκεν ᾗ τομώτατος, κατὰ τρόπον τοιοῦτον ὥστε νὰ εἶναι κοπτερώτατος (ἴδε σφαγεὺς), Σοφ. Αἴ. 815. 2) μεταφορ., λόγος τομώτερος σιδήρου, ὀξύτερος, Ψευδοφωκυλ. 116· ἐπὶ προσώπων, οἱ τομώτατοι, οἱ ὀξύτατοι, Καλλ. Ἀποσπ. 78· οὕτω, πράξεις τομώτεραι Λουκ. Τόξαρ. 11· πρβλ. τορός. ― Ἐπίρρ. -μῶς, ὀξέως, ταχέως, σαφῶς, τομώτερον, σαφέστερον, Καλλ. εἰς Δῆλ. 94, Ἡσύχ. ἐν λέξ. τμήδην· ὑπερθετ. τομώτατα, Εὐστ. Πονημάτ. 200. 3.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
coupant, tranchant;
Cp. τομώτερος, Sp. τομώτατος.
Étymologie: τέμνω.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α
1. αυτός που τέμνει, κοφτερός («ὁ μὲν σφαγεὺς ἔστηκεν ᾗ τομώτατος», Σοφ.)
2. (γενικά) οξύς.
επίρρ...
τομῶς Α
1. με οξύτητα
2. ταχέως, γρήγορα
3. σαφώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τόμος με καταβιβασμό του τόνου].
Greek Monotonic
τομός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του τέμνω, αυτός που κόβει, που τέμνει, ἕστηκεν ᾗ τομώτατος, είναι τοποθετημένος κατά τέτοιο τρόπο ώστε να είναι πολύ κοφτερός, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
τομός: [adj. verb. к τέμνω
1) режущий, острый (σφαγεύς Soph.; λόγος τομώτερος ὑπὲρ πᾶσαν μάχαιραν NT);
2) въедающийся, жгучий (πῦρ Plat.);
3) резкий, решительный (πράξεις Luc.).
Middle Liddell
τομός, ή, όν verb. adj. of τέμνω
cutting, ἕστηκεν ᾗ τομώτατος is placed as it will cut sharpest, Soph.
Chinese
原文音譯:tomèteroj 拖摩帖羅士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:切(更多)
字義溯源:更加鋒利,銳利的;源自(τελωνεῖον / τελώνιον)X*=切,割)
出現次數:總共(1);來(1)
譯字彙編:
1) 是銳利的(1) 來4:12