πολύπλοκος: Difference between revisions
Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut
(CSV import) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=polyplokos | |Transliteration C=polyplokos | ||
|Beta Code=polu/plokos | |Beta Code=polu/plokos | ||
|Definition=ον, (πλέκω) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[tangled]], σπεῖραι <span class="bibl">E.<span class="title">Med.</span>481</span>; | |Definition=ον, (πλέκω) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[tangled]], σπεῖραι <span class="bibl">E.<span class="title">Med.</span>481</span>; [[καμπαί]], of the labyrinth, <span class="title">Trag.Adesp.</span>34; of the brain, [[with many convolutions]], Erasistr. ap. Gal.5.603, cf. <span class="bibl">Gal.<span class="title">UP</span>8.13</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> metaph., [[tangled]], [[complex]], θηρίον Τυφῶνος -ώτερον <span class="bibl">Pl.<span class="title">Phdr.</span>230a</span>; -ωτάτη ἡ ἐν ὅπλοις τάξις <span class="bibl">X.<span class="title">Lac.</span>11.5</span>; μέτρα μολπᾶς Simm.26.20; πεσσῶν μορφαί <span class="bibl">E.<span class="title">IA</span>197</span> (lyr.). Adv. -κως <span class="bibl">D.H.<span class="title">Th.</span>54</span>: neut. as Adv., <b class="b3">φωνὴ πολύπλοκον ἠχοῦσα</b> cj. in <span class="bibl">Thphr.<span class="title">Sign.</span>40</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">b</span> of the poulp, [[crafty]], <span class="bibl">Thgn.215</span>; of persons and thoughts, [[subtle]], [[acute]], [[tortuous]], οὔπω… ἤκουσα -ωτέρας γυναικός <span class="bibl">Ar.<span class="title">Th.</span>435</span> (lyr.); <b class="b3">π. νόημα</b> ib.<span class="bibl">463</span> (lyr.); -πλοκοι μεθόδων παραλογισμοί <span class="bibl">LXX<span class="title">Es.</span>8(16).13</span>; ὑπόδοξοι καὶ π. Phld.<span class="title">D.</span>1.16; π. ἔννοιαι <span class="bibl">Luc. <span class="title">DMort.</span>10.8</span>, cf. <span class="bibl">Eun.<span class="title">Hist.</span>p.218</span> D. (Comp.). </span><span class="sense"> <span class="bld">c</span> [[complex]], [[φύσις]], opp. [[ἁπλῆ]], <span class="bibl">Herm.<span class="title">in Phdr.</span>p.186A.</span></span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 12:23, 8 July 2020
English (LSJ)
ον, (πλέκω)
A tangled, σπεῖραι E.Med.481; καμπαί, of the labyrinth, Trag.Adesp.34; of the brain, with many convolutions, Erasistr. ap. Gal.5.603, cf. Gal.UP8.13. 2 metaph., tangled, complex, θηρίον Τυφῶνος -ώτερον Pl.Phdr.230a; -ωτάτη ἡ ἐν ὅπλοις τάξις X.Lac.11.5; μέτρα μολπᾶς Simm.26.20; πεσσῶν μορφαί E.IA197 (lyr.). Adv. -κως D.H.Th.54: neut. as Adv., φωνὴ πολύπλοκον ἠχοῦσα cj. in Thphr.Sign.40. b of the poulp, crafty, Thgn.215; of persons and thoughts, subtle, acute, tortuous, οὔπω… ἤκουσα -ωτέρας γυναικός Ar.Th.435 (lyr.); π. νόημα ib.463 (lyr.); -πλοκοι μεθόδων παραλογισμοί LXXEs.8(16).13; ὑπόδοξοι καὶ π. Phld.D.1.16; π. ἔννοιαι Luc. DMort.10.8, cf. Eun.Hist.p.218 D. (Comp.). c complex, φύσις, opp. ἁπλῆ, Herm.in Phdr.p.186A.
German (Pape)
[Seite 669] viel od. sehr verflochten; σπεῖραι, Eur. Med. 481; πεσσῶν μορφαί, I. A. 197; Τυφῶνος πολυπλοκώτερον, Plat. Phaedr. 230 a, ränkevoll, verschlagen, wie Ar. γυνή, Thesm. 434; νόημα, 463; Sp., wie Plut. u. Luc., der auch den compar. hat, πολυπλοκώτερα κάρηνα, Amor. 2; πολυπλοκωτάτη τάξις, d. i. sehr schwierig, Xen. Lac. 11, 5.
Greek (Liddell-Scott)
πολύπλοκος: -ον, (πλέκω) ὁ πολὺ πεπλεγμένος, πολὺ συνεστραμμένος, ἐπὶ τῆς σπείρας δράκοντος, Εὐρ. Μήδ. 481· ἐπὶ τοῦ πολύποδος, πουλύπου ὀργὴν ἔσχε πολυπλόκου Θέογν. 215· πρβλ. πολύτροπος. 2) μεταφ., ὁ πολὺ συστρεφόμενος, περίπλοκος, συμπεπλεγμένος, θηρίον Τυφῶνος πολυπλοκώτερον Πλάτ. Φαῖδρ. 230Α, ἔνθα ἴδε Stallb.· πολυπλοκωτάτη ἡ ἐν ὅπλοις τάξις Ξεν. Λακ. 11, 5· μέτρα μολπᾶς Ἀνθ. Π. 15. 27· περὶ τῆς τύχης ἐν τῷ παιγνιδίῳ τῶν πεσσῶν Εὐρ. Ι. Α. 167. ― Ἐπίρρ., -κῶς, Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 54. β) ἐπὶ προσώπων καὶ νοημάτων, οὐπώποτε... ἤκουσα πολυπλοκωτέρας γυναικὸς Ἀριστοφ. Θεσμ. 435· π. νόημα αὐτόθι 463· ἔννοιαι Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 10. 8.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux nombreux replis, enroulé, entortillé ; p. suite
1 très compliqué;
2 rusé, fourbe;
Cp. πολυπλοκώτερος, Sp. πολυπλοκώτατος.
Étymologie: πολύς, πλέκω.
Greek Monolingual
-η, -ο / πολύπλοκος, -ον, ΝΜΑ
1. πολυσύνθετος, περίπλοκος
2. πολύ μπερδεμένος, συγκεχυμένος
3. (για πρόσωπα και νοήματα) δόλιος, πανούργος (α. «πολύπλοκες τεχνουργίες», Γιάνν. Ψυχ.
β. «πολύπλοκον νόημα», Αριστοφ.
γ. «πολυπλόκοις παραλογισμοῖς», ΠΔ)
αρχ.
1. (για τη σπείρα δράκου ή για χταπόδι) πολύ πλεγμένος, συνεστραμμένος
2. (το ουδ. ως επίρρ.) πολύπλοκον
πολύ μπερδεμένα, συγκεχυμένα.
επίρρ...
πολύπλοκα / πολυπλόκως, ΝΜΑ
με τρόπο πολύπλοκο, πολύ μπερδεμένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + πλόκος (< πλέκω), πρβλ. ετερό-πλοκος].
Greek Monotonic
πολύπλοκος: -ον (πλέκω),
1. πολύ μπερδεμένος, εξαιρετικά συνεστραμμένος, λέγεται για το κουλούριασμα των ερπετών, σε Ευρ.· λέγεται για τον πολύποδα, αυτός που έχει μπλεγμένα και συνεστραμμένα πόδια, σε Θέογν.
2. μεταφ., συνεστραμμένος, περίπλοκος, πολύπλοκος, σε Ευρ., Ξεν., Ανθ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολύπλοκος -ον [πολύς, πλέκω] dicht verstrengeld, met veel verstrengelingen:; σπείραις... πολυπλόκοις met dicht verstrengelde windingen Eur. Med. 481; ingewikkeld:; πεσσῶν ἡδομένους μορφαῖσι πολυπλόκοις plezier belevend aan de ingewikkelde figuren van het pessos-spel Eur. IA 197; overdr.. οὔπω... ἤκουσα πολυπλοκωτέρας γυναικός ik heb nog nooit een gewiekstere vrouw gehoord Aristoph. Th. 434.
Russian (Dvoretsky)
πολύπλοκος:
1) извитой, изгибающийся, клубящийся (σπεῖραι, sc. τοῦ δράκοντος Eur.);
2) запутанный, сложный (πεσσῶν μορφαί Eur.; ἡ Λακωνικὴ τάξις Xen.; φοραί Plut.);
3) лукавый, хитрый (γυνή Arph.; ἔννοιαι Luc.).
Middle Liddell
πολύπλοκος, ον, πλέκω
1. much-tangled, thick-wreathed, of a serpent's coils, Eur.; of the polypus, with tangled, twisting arms, Theogn.
2. metaph. much-twisting, complex, intricate, Eur., Xen., Anth.
English (Woodhouse)
abstruse, complicated, labyrinthine, twisted, having many coils, wreathed, of many folds