οἰκογενής: Difference between revisions
ὁ γοῦν Ἀνάγυρός μοι κεκινῆσθαι δοκεῖ → did somebody fart, seems to me the Anagyros has been stirred up, I knew someone was raising a stink, the fat is in the fire
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=oikogenis | |Transliteration C=oikogenis | ||
|Beta Code=oi)kogenh/s | |Beta Code=oi)kogenh/s | ||
|Definition=ές, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[born in the house]], [[homebred]], of slaves, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Men.</span>82b</span>, Satyr.<span class="title">Vit.Eur.Fr.</span>39 xii 27, <span class="bibl">Plb.38.15.3</span>, <span class="bibl"><span class="title">POxy.</span>48.4</span> (i A. D.), etc. ; σῶμα γυναικεῖον οἰ. <span class="title">GDI</span>1842 (Delph.), cf. <span class="title">IG</span>9(1).1066 (Amphissa) ; τὸ γένος οἰ. <span class="title">GDI</span>1859, 1897, al. ; also οἰ. ὄρτυγες <span class="bibl">Ar.<span class="title">Pax</span>789</span> ; ἀλεκτορίδες <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>558b20</span> ; κύων Plu.2.480b : metaph., <b class="b3">μανία οἰ</b>., opp. | |Definition=ές, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[born in the house]], [[homebred]], of slaves, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Men.</span>82b</span>, Satyr.<span class="title">Vit.Eur.Fr.</span>39 xii 27, <span class="bibl">Plb.38.15.3</span>, <span class="bibl"><span class="title">POxy.</span>48.4</span> (i A. D.), etc. ; σῶμα γυναικεῖον οἰ. <span class="title">GDI</span>1842 (Delph.), cf. <span class="title">IG</span>9(1).1066 (Amphissa) ; τὸ γένος οἰ. <span class="title">GDI</span>1859, 1897, al. ; also οἰ. ὄρτυγες <span class="bibl">Ar.<span class="title">Pax</span>789</span> ; ἀλεκτορίδες <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>558b20</span> ; κύων Plu.2.480b : metaph., <b class="b3">μανία οἰ</b>., opp. [[ἔπηλυς]], ib.758e, cf. <span class="bibl">Ph.1.479</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 10:00, 8 July 2020
English (LSJ)
ές,
A born in the house, homebred, of slaves, Pl.Men.82b, Satyr.Vit.Eur.Fr.39 xii 27, Plb.38.15.3, POxy.48.4 (i A. D.), etc. ; σῶμα γυναικεῖον οἰ. GDI1842 (Delph.), cf. IG9(1).1066 (Amphissa) ; τὸ γένος οἰ. GDI1859, 1897, al. ; also οἰ. ὄρτυγες Ar.Pax789 ; ἀλεκτορίδες Arist.HA558b20 ; κύων Plu.2.480b : metaph., μανία οἰ., opp. ἔπηλυς, ib.758e, cf. Ph.1.479.
Greek (Liddell-Scott)
οἰκογενής: -ές, ὁ ἐν τῷ οἴκῳ γεννηθείς, ἐπὶ δούλων, Λατιν. verna, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ emptus, Πλάτ. Μένων 82Β, Πολύβ. 40. 2, 3, πρβλ. Λοβεκ. Φρύνιχ. 202· σῶμα γυναικεῖον οἰκογενές, ἐπιγραφ. Δελφῶν ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 1705· τὸ γένος οἰκ. αὐτόθι 1702, 1707, κ. ἀλλ.· πρβλ. οἴκοθεν Ι, καὶ ἴδε ἐνδογενής· ― ὡσαύτως, οἰκ. ὄρτυγες Ἀριστοφ. Εἰρήν. 789· ἀλεκτορίδες Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 1, 3· μεταφορ., οἰκ. μανία, ἀντίθετον ἔπηλυς, Πλούτ. 2. 758Ε.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
né dans la maison ; οἱ οἰκογενεῖς, les esclaves nés dans la maison.
Étymologie: οἶκος, γίγνομαι.
Greek Monolingual
-ές (Α οἰκογενής, -ές)
νεοελλ.
ιατρ. χαρακτηρισμός νόσου η οποία εμφανίζεται με μεγάλη συχνότητα σε μια οικογένεια και η οποία οφείλεται, στις περισσότερες περιπτώσεις, σε κληρονομικότητα («η αιμοφιλία είναι οικογενής νόσος»)
αρχ.
1. (για δούλους) αυτός που γεννήθηκε στο σπίτι του κυρίου του («τῶν οἰκογενῶν... τοὺς ἀκμάζοντας ταῑς ἡλικίαις... ἐλευθεροῡν», Πολ.)
2. (για ζώα) κατοικίδιος («ὄρτυγας οἰκογενεῑς», Αριστοφ.)
3. μτφ. (για ανθρώπινα πάθη και καταστάσεις) αυτός ο οποίος εμφανίστηκε για πρώτη φορά στο σπίτι («οἰκογενὴς μανία», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + -γενής (< γένος), πρβλ. θαλασσο-γενής].
Greek Monotonic
οἰκογενής: -ές (γίγνομαι), αυτός που έχει γεννηθεί στο σπίτι, που έχει ανατραφεί σ' αυτό, λέγεται για δούλους, Λατ. verna, σε Πλάτ.· λέγεται για ορτύκια, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
οἰκογενής:
1) родившийся и выросший дома (ὁ ἀκόλουθος Plat.; κύων Plut.);
2) внутреннего происхождения (μανία Plut.).
Middle Liddell
οἰκο-γενής, ές γίγνομαι
born in the house, homebred, of slaves, Lat. verna, Plat.; of quails, Ar.