πικρόχολος: Difference between revisions
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=pikrocholos | |Transliteration C=pikrocholos | ||
|Beta Code=pikro/xolos | |Beta Code=pikro/xolos | ||
|Definition=ον, <span class="sense" | |Definition=ον, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[full of bitter bile]], [[bilious]], opp. μελάγχολος ; οἱ π. τὰ ἄνω <span class="bibl">Hp.<span class="title">Acut.</span>34</span>, cf. <span class="bibl">61</span>, <span class="bibl">Aret.<span class="title">SA</span> 1.5</span> ; π. χυμός Gal.6.247 : metaph., [[splenetic]], AP7.69 (Jul.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 17:20, 11 December 2020
English (LSJ)
ον, A full of bitter bile, bilious, opp. μελάγχολος ; οἱ π. τὰ ἄνω Hp.Acut.34, cf. 61, Aret.SA 1.5 ; π. χυμός Gal.6.247 : metaph., splenetic, AP7.69 (Jul.).
German (Pape)
[Seite 615] von, mit bitterer Galle, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πικρόχολος: -ον, ὁ πλήρης πικρᾶς χολῆς, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ μελάγχολος· τὰ ἄνω π. Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 389· μεταφορ. ὀξύθυμος, ὀργίλος, Ἀνθ. Π. 7. 69· ― πικροχολία, ἡ, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ μελαγχολία, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 394.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui a une bile amère ; fig. acariâtre, acerbe.
Étymologie: πικρός, χόλος.
Greek Monolingual
-η, -ο / πικρόχολος, -ον, ΝΜΑ
1. (για πρόσ.) αυτός που συμπεριφέρεται σαν πικρή χολή, δύσθυμος, στρυφνός, αντιπαθητικός
2. γεμάτος πικράδα, γεμάτος κακία (α. «πικρόχολη απάντηση» β. «πικρόχολα λόγια»)
μσν.-αρχ.
χολώδης, χολερικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πικρ(ο)- + χόλος (πρβλ. μελάγ-χολος)].
Greek Monotonic
πικρόχολος: -ον, αυτός που είναι γεμάτος με πικρή χολή, κακόβουλος, μοχθηρός, πικρόχολος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
πικρόχολος: желчный, язвительный (στόμα Anth.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πικρόχολος -ον [πικρός, χολή] vol gal.