βορβοροτάραξις: Difference between revisions

From LSJ

Ἴσον ἐστὶν ὀργῇ καὶ θάλασσα καὶ γυνή → Mulier et mare sunt isdem plane moribus → In ihrem Naturell sind Frau und Meerflut gleich

Menander, Monostichoi, 264
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   " to "")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=vorvorotaraksis
|Transliteration C=vorvorotaraksis
|Beta Code=borborota/racis
|Beta Code=borborota/racis
|Definition=ὁ, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[mud-stirrer]], <span class="bibl">Ar.<span class="title">Eq.</span>309</span>.</span>
|Definition=ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[mud-stirrer]], <span class="bibl">Ar.<span class="title">Eq.</span>309</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 20:40, 29 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βορβοροτάραξις Medium diacritics: βορβοροτάραξις Low diacritics: βορβοροτάραξις Capitals: ΒΟΡΒΟΡΟΤΑΡΑΞΙΣ
Transliteration A: borborotáraxis Transliteration B: borborotaraxis Transliteration C: vorvorotaraksis Beta Code: borborota/racis

English (LSJ)

ὁ, A mud-stirrer, Ar.Eq.309.

German (Pape)

[Seite 453] ὁ, Schlammaufrührer, Wirbelkopf, Ar. Equ. 309.

Greek (Liddell-Scott)

βορβοροτάραξις: ὁ, ὁ τὸν βόρβορον ἀναταράττων («σκατοχούλιαρον»), Ἀριστοφ. Ἱππ. 309.

French (Bailly abrégé)

εως (ὁ) :
(litt. qui trouble la fange) brouillon importun.
Étymologie: βόρβορος, τάραξις.

Spanish (DGE)



• Prosodia: [-ᾰ-]
revolvedor de fango aplicado a un individuo como insulto ὦ βορβοροτάραξι Ar.Eq.309, cf. Suet.Blasph.6, Lib.Or.42.13.

Greek Monolingual

βορβοροτάραξις, ο (Α)
(ο Αριστοφάνης για τον Κλέωνα, με διπλή κωμική σημασία)
1. αυτός που ανακατεύει τον βόρβορο
2. αυτός που έχει σχέσεις με κίναιδους, ο σκατοσπρώχτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βόρβορος + τάραξις < ταράσσω.

Greek Monotonic

βορβοροτάραξις: ὁ (ταράσσω), αυτός που ανακατεύει τη λάσπη, που αναταράσσει το βόρβορο, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

βορβοροτάραξις: εως ὁ взбалтыватель грязи, т. е. смутьян Arph.

Middle Liddell

ταράσσω
a mud-stirrer, mudlark, Ar.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βορβοροτάραξις -εως, ἡ βόρβορος, ταράττω het roeren in modder; concr. voor persoon die in modder roert: rioolrat, onruststoker.