διαριθμέω: Difference between revisions
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=diarithmeo | |Transliteration C=diarithmeo | ||
|Beta Code=diariqme/w | |Beta Code=diariqme/w | ||
|Definition=<span class="sense"> | |Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[reckon up one by one]], [[enumerate]], ψήφους <span class="bibl">E.<span class="title">IT</span>966</span>, cf. <span class="bibl">Ar.<span class="title">Av.</span>1622</span>; τἀργύριον Phld.<span class="title">Ir.</span>p.37 W.; ὑπολείποι ἂν ὁ αἰὼν διαριθμοῦντα <span class="bibl">Arist.<span class="title">Rh.</span>1374a33</span>:—more freq. in Med., as <span class="bibl">Pl.<span class="title">Cra.</span>437d</span>, <span class="bibl"><span class="title">Phdr.</span>273e</span>, al.; [[count and classify]], <span class="bibl">Id.<span class="title">Grg.</span>501a</span>; διαριθμήσασθαι περί τινος <span class="bibl">Id.<span class="title">Lg.</span>633a</span>:—Pass., <span class="bibl">Aeschin.3.207</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Ph.</span>322b30</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[count out]], [[pay]], δωρεάν τισι <span class="bibl">App.<span class="title">BC</span>4.101</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 00:30, 30 December 2020
English (LSJ)
A reckon up one by one, enumerate, ψήφους E.IT966, cf. Ar.Av.1622; τἀργύριον Phld.Ir.p.37 W.; ὑπολείποι ἂν ὁ αἰὼν διαριθμοῦντα Arist.Rh.1374a33:—more freq. in Med., as Pl.Cra.437d, Phdr.273e, al.; count and classify, Id.Grg.501a; διαριθμήσασθαι περί τινος Id.Lg.633a:—Pass., Aeschin.3.207, Arist.Ph.322b30. 2 count out, pay, δωρεάν τισι App.BC4.101.
German (Pape)
[Seite 599] 1) aus einander zählen, herzählen, (VLL. διαλογίζεσθαι); ψήφους Eur. I. T. 566; ἀργυρίδιον Ar. Av. 1622; auch med., ὥςπερ ψήφους διαριθμησόμεθα τὰ ὀνόματα Plat. Crat. 437 d; vgl. Legg. I, 633 a, u. öfter; auch Plut. – Dah. = trennen, pass., Aesch. 3, 207; διαριθμήσασθαι καὶ διαλαβεῖν εἰς εἴδη, Arist. rhet. 1, 4. – 2) Med., beurtheilen, erwägen, Plat. Gorg. 501 a, öfter.
Greek (Liddell-Scott)
διᾰριθμέω: μέλλ. -ήσω, λογαριάζω ἓν πρὸς ἓν, ἀπαριθμῶ, ψήφους Εὐρ. Ι. Τ. 966· ὑπολείποι ἂν ὁ αἰὼν διαριθμοῦντας Ἀριστ. Ρητ. 1. 13, 13·― ἀλλὰ συχνότερον ἐν τῷ μέσ., ὡς Πλάτ. Κρατ. 437D, κ. ἀλλ.― Παθ., Ἀριστ. Φυσ. 4. 14, 1. 2) διακρίνω, Πλάτ. Φαίδρ. 273Ε, Γοργ. 301Α· διαριθμήσασθαι περί τινος ὁ αὐτ. Νόμ. 633Α.― Παθ., διακρίνομαι, Αἰσχίν. 83. 32.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 compter en détail, énumérer;
2 distinguer nettement.
Étymologie: διά, ἀριθμέω.
Spanish (DGE)
(διᾰριθμέω) I 1contar detalladamente ψήφους E.IT 966, cf. IG 22.1237.86 (IV a.C.), IPArk.17.62 (Estínfalo IV a.C.), ἀργυρίδιον Ar.Au.1622, cf. Phld.Ir.15.26, τοὺς στρατιώτας D.H.5.28, τὰ κύματα D.Chr.20.12, τι ... δ. πρὸς αὑτόν contar algo consigo mismo Plu.2.740e
•enumerar ὑπολείποι ... ἂν ὁ αἰὼν διαριθμοῦντα faltaría tiempo para enumerarlas Arist.Rh.1374a33, τὰ εἴδη Thphr.HP 1.14.5, διαριθμεῖν ἑαυτούς de los seres múltiples, Plot.6.7.41, en v. med. mismo sent. ὥσπερ ψήφους διαριθμησόμεθα τὰ ὀνόματα Pl.Cra.437d, διαριθμήσασθαι ... περὶ τῶν μερῶν Pl.Lg.633a, διαριθμεῖται <πεντεκαίδεκα> enumera quince (islas), Str.10.5.3, cf. D.S.11.87, c. dat. συνδρομὴ ... τοῖς ἔτεσι διηριθμημένη conjunto de circunstancias que se enumera en relación a los años e.d. que es proporcional a los años Gr.Thaum.Pan.Or.16, en v. pas. οἱ δὲ νεκροὶ διαριθμηθέντες Plu.Publ.9
•mús. medir cuidadosamente τὰ κατὰ μουσικὴν πᾶσαν διαριθμουμένων κινήσεώς τε καὶ φθόγγων δῆλον ὅτι δεῖ es evidente que todo lo relativo a la música precisa de un movimiento y sonidos medidos cuidadosamente Pl.Epin.978a.
2 clasificar, incluir a alguien en un grupo o colect. τὰν ... σύνοδον δ. παρὰ π[ά] ντας αἰτίους γενομένους καλῶν ... ἔργων que la asociación lo incluyó junto a todos los responsables de hermosas acciones, ZPE 6.1970.279 (Rodas, heleníst.), en v. pas. ὑπ' αὐτῆς τῆς ἀληθείας διηριθμημένοι clasificados por la verdad misma Aeschin.3.207, τὸ δὲ τῶν ἄλλων ἐπικούρων πλῆθος ἐν τοῖς συμμάχοις διαριθμεῖται Str.13.1.2.
4 pagar τὴν δωρεὰν αὐτοῖς App.BC 4.101.
II 1clasificar aparte, excluir διαριθμῶν δ' οὐδέν' αὔξεσθαι θέλει E.Ba.209
•en v. med. distinguir clasificando διαριθμήσασθαι τὰς φύσεις Pl.Phdr.273e, cf. Arist.Ph.222b30 (cód.)
•del arte culinario οὐδὲν διαριθμησαμένη sin cálculo op. la medicina, Pl.Grg.501a.
Greek Monotonic
διᾰριθμέω: μέλ. -ήσω,
1. λογαριάζω ένα προς ένα, απαριθμώ, καταμετρώ, σε Ευρ.
2. διακρίνω, διαφοροποιώ, θέτω διακριτικά γνωρίσματα, σε Πλάτ. — Παθ., είμαι χαρακτηριστικός, διαφορετικός, προεξέχων, διαπρεπής, διακρίνομαι, εξέχω, σε Αισχίν.
Russian (Dvoretsky)
διᾰριθμέω: преимущ. med.
1) подсчитывать, считать (ψήφους Eur.; ἀργυρίδιον Arph.; med. τὰ ὀνόματα Plat.);
2) перен. рассматривать, исследовать (ἄλογος καὶ οὐδὲν διαριθμησάμενος Plat.): τούτων διηριθμημένων Arst. по рассмотрении этого.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δι-αριθμέω act. (één voor één) tellen:. ψήφους stemmen Eur. IT 966. apart rekenen:. διαριθμῶν … οὐδέν ’ αὔξεσθαι θέλει hij wil verheerlijkt worden zonder daarbij iemand uit te zonderen (d.w.z. door iedereen) Eur. Bac. 209. med., filos. op een rijtje zetten, classificeren, onderscheiden:. οὐδὲν διαριθμησαμένη zonder enig onderscheid te maken Plat. Grg. 501a; καθ ’ ἕκαστον … ἀκριβῶς διαριθμήσασθαι om precies één voor één op een rijtje te zetten Aristot. Rh. 1359b2.
Middle Liddell
fut. ήσω
1. to reckon up one by one, enumerate, Eur.
2. to draw distinctions, distinguish, Plat.: —Pass. to be distinguished, Aeschin.