κεγχρίας: Difference between revisions

From LSJ

μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kegchrias
|Transliteration C=kegchrias
|Beta Code=kegxri/as
|Beta Code=kegxri/as
|Definition=ου, ὁ, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[like grains of millet]]. κεγχρίας [[ἕρπης]] = an [[eruption]] on the [[skin]], Gal.7.722, 10.1009. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> [[serpent]] with [[millet]]-like [[protuberance]]s on the skin, <span class="bibl">Philum.<span class="title">Ven.</span>22.1</span>:—also [[κεγχριδίας]], Dsc.<span class="title">Ther.</span>32; cf. [[κέγχρος]] III:</span>
|Definition=ου, ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[like grains of millet]]. κεγχρίας [[ἕρπης]] = an [[eruption]] on the [[skin]], Gal.7.722, 10.1009. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[serpent]] with [[millet]]-like [[protuberance]]s on the skin, <span class="bibl">Philum.<span class="title">Ven.</span>22.1</span>:—also [[κεγχριδίας]], Dsc.<span class="title">Ther.</span>32; cf. [[κέγχρος]] III:</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 12:20, 30 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεγχρίας Medium diacritics: κεγχρίας Low diacritics: κεγχρίας Capitals: ΚΕΓΧΡΙΑΣ
Transliteration A: kenchrías Transliteration B: kenchrias Transliteration C: kegchrias Beta Code: kegxri/as

English (LSJ)

ου, ὁ, A like grains of millet. κεγχρίας ἕρπης = an eruption on the skin, Gal.7.722, 10.1009. II serpent with millet-like protuberances on the skin, Philum.Ven.22.1:—also κεγχριδίας, Dsc.Ther.32; cf. κέγχρος III:

German (Pape)

[Seite 1410] ὁ, wie ein Hirsekorn; – a) ἕρπης, ein Hautausschlag, der wie Hirsekörner aussieht, Galen. – b) eine Schlangenart, vgl. κεγχρίς, κεγχριδίας, κεγχράνης.

Greek (Liddell-Scott)

κεγχρίας: -ου, ὁ, ὅμοιος πρὸς κόκκον κέγχρου, κ. ἕρπης, ἐξάνθημά τι ἐπὶ τοῦ δέρματος, Γαλην. ΙΙ. ὄφις ἐχων ἐξογκώματα ἐπὶ τοῦ δέρματος ὅμοια πρὸς κέγχρον, ὅμοιος πρὸς τὸν ἀμμοδύτην, Ἀέτ.· καλούμενος κεγχριδίας ἐν Διοσκ. Θηρ. 32· κέγχρος, αὐτόθι 15· κεγχρίνης, Νικ. Θηρ. 463, Λυκόφρ. 912, Παῦλ. Αἰγ.· κεγχρίτης, Ἀέτ. (;)· cenhcris, Lucan. 9. 712. ΙΙΙ. παρὰ Πολυδ. Α΄, 248, κεγχριδίας καὶ κεγχρίας, εἶναι ἐσφαλμ. γραφὴ ἀντὶ καχρυδίας.

Greek Monolingual

ο (ΑΜ κεγχρίας, ὁ)
νεοελλ.
φρ. ιατρ. «κεγχρίας πυρετός» — λοιμώδες νόσημα που χαρακτηρίζεται από άφθονο ιδρώτα και από εμφάνιση ιδρώων στο δέρμα
αρχ.
1. αυτός που μοιάζει με κεχρί
2. φίδι που έχει στο δέρμα του εξογκώματα όμοια με κεχρί
3. φρ. «κεγχρίας ἕρπης» — εξάνθημα του δέρματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέγχρος, ο + επίθημα -ίας (πρβλ. αστερ-ίας, καρχαρ-ίας)].