μακρόκωλος: Difference between revisions
βίος ἀνεόρταστος μακρὴ ὁδὸς ἀπανδόκευτος → a life without feasting is a long journey without an inn | a life without festivals is a long journey without inns | a life without festivals is a long road without inns | a life without festivity is a long road without an inn | a life without festivity is like a long road without an inn | a life without holidays is like a long road without taverns | a life without parties is a long journey without inns | a life without public holidays is a long road without hotels
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=makrokolos | |Transliteration C=makrokolos | ||
|Beta Code=makro/kwlos | |Beta Code=makro/kwlos | ||
|Definition=ον, <span class="sense"> | |Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[long-limbed]], <span class="bibl">Gp. 19.2.1</span>; applied to a sling, <span class="bibl">Str.3.5.1</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> of authors, [[using sentences with long clauses]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">Rh.</span>1409b30</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 14:45, 30 December 2020
English (LSJ)
ον, A long-limbed, Gp. 19.2.1; applied to a sling, Str.3.5.1. 2 of authors, using sentences with long clauses, Arist.Rh.1409b30.
Greek (Liddell-Scott)
μακρόκωλος: -ον, ὁ ἔχων μακρὰ κῶλα, μέλη, Γεωπ. 19. 2, 1· ἡ μακρόκωλος, εἶδος σφενδόνης, Στράβ. 168. 2) ἐπὶ περιόδων ἐχουσῶν μακρὰ κῶλα ἢ προτάσεις, Ἀριστ. Ρητ. 3. 9, 6· ὡσαύτως, οἱ μακρόκωλοι, οἱ τοιάτα κῶλα μεταχειριζόμενοι, αὐτόθι.· ‒ οὕτω, μακροκωλία, ἡ, μακρὰ περίοδος, Ρήτορες (Walz) 6. σ. 305.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux membres longs en parl. d’une période oratoire.
Étymologie: μακρός, κῶλον.
Greek Monolingual
μακρόκωλος, -ον (AM)
μσν.
αυτός που έχει μακριά πόδια, μακροσκελής («τῶν κυνῶν ἐγκρίνουσι τοὺς μακροκώλους», Γεωπ.)
αρχ.
1. (για σφενδόνα) αυτή που έχει μακρούς ιμάντες
2. (για φράσεις, προτάσεις κ.λπ.) αυτός που αποτελείται από μεγάλα κώλα, από μεγάλες ημιπεριόδους («μακρόκωλοι περίοδοι καὶ βραχύκωλοι», Αριστοτ.)
3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ μακρόκωλοι
αυτοί που μεταχειρίζονται μεγάλα κώλα περιόδου, μεγάλες ημιπεριόδους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο)- + κῶλον «σκέλος» (πρβλ. ισό-κωλος, μονό-κωλος)].
Greek Monotonic
μακρόκωλος: -ον (κῶλον),·
1. αυτός που έχει μακρά σκέλη· ἡ μακρόκωλος, είδος κρεμασταριού, σε Στράβ.
2. λέγεται για φράσεις, μακροπερίοδος λόγος, σε Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
μακρόκωλος: рит.
1) состоящий из длинных членов (ἡ περίοδος Arst.);
2) ирон. пишущий длинными периодами Arst.
Middle Liddell
μακρό-κωλος, ον κῶλον
1. long-limbed: ἡ μ. a kind of sling, Strab.
2. of sentences, with long clauses, Arist.