παγκρατιάζω: Difference between revisions
ἐν τῷ θέρει τὴν χλαῖναν κατατρίβων → wearing out one's cloak in summertime
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=pagkratiazo | |Transliteration C=pagkratiazo | ||
|Beta Code=pagkratia/zw | |Beta Code=pagkratia/zw | ||
|Definition=<span class="sense"> | |Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[perform the exercises of the]] [[παγκράτιον]], <span class="bibl">Isoc.15.252</span>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Grg.</span>456d</span>, <span class="bibl"><span class="title">Chrm.</span>159c</span>, etc.: c. acc. cogn., πάντας ἐπαγκρατίασε τοὺς κλήρους <span class="title">SIG</span>1073.28 (Olympia, ii A. D.): metaph., of gesticulation, <b class="b2">sway one's arms about like a gymnast</b>, ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ <span class="bibl">Aeschin.1.26</span>, cf. 33.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 18:45, 30 December 2020
English (LSJ)
A perform the exercises of the παγκράτιον, Isoc.15.252, Pl.Grg.456d, Chrm.159c, etc.: c. acc. cogn., πάντας ἐπαγκρατίασε τοὺς κλήρους SIG1073.28 (Olympia, ii A. D.): metaph., of gesticulation, sway one's arms about like a gymnast, ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ Aeschin.1.26, cf. 33.
German (Pape)
[Seite 436] die Uebungen des παγκράτιον machen, dies durchkämpfen; Plat. Gorg. 456 d; Aesch. 1, 26 u. Folgde, wie oft bei Paus.
Greek (Liddell-Scott)
παγκρᾰτιάζω: ἐκτελῶ τοὺς ἀγῶνας τοῦ παγκρατίου, διαγωνίζομαι τὸ παγκράτιον, Ἰσοκρ. περὶ Ἀντιδόσεως § 252, Πλάτ. Γοργ. 456D, Χαρμ. 159C· ― μεταφ., κινῶ τοὺς βραχίονας ποικιλοτρόπως ὡσεὶ γυμναζόμενος, κάμνω βιαίας χειρονομίας, ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ Αἰσχίν. 4. 33, πρβλ. 5. 21.
French (Bailly abrégé)
s’exercer à la lutte du pancrace.
Étymologie: παγκράτιον.
Greek Monolingual
παγκρατιάζω (Α) παγκράτιον
1. αγωνίζομαι στο παγκράτιο
2. μτφ. κινώ βίαια τους βραχίονές μου σαν να γυμνάζομαι στο παγκράτιο, δηλαδή χειρονομώ βίαια, κάνω απότομες χειρονομίες.
Greek Monotonic
παγκρᾰτιάζω: εκτελώ τα αγωνίσματα του παγκρατίου, σε Πλάτ.· μεταφ., κινώ τους βραχίονες όπως όταν κάνω γυμναστική, χειρονομώ, κουνώ τα χέρια βιαστικά και απότομα, σε Αισχίν.
Russian (Dvoretsky)
παγκρᾰτιάζω:
1) упражняться в панкратии, т. е. заниматься всеборьем Plat., Isocr.;
2) всячески бороться (πρός τινα Plut.);
3) (об ораторе) жестикулировать словно панкратиаст (ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ Aeschin.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παγκρατιάζω [παγκράτιον] het pankration beoefenen.
Middle Liddell
παγκρᾰτιάζω, [from παγκράτιον
to perform the exercises of the παγκράτιον, Plat.:—metaph. to sway one's arms about like a gymnast, to gesticulate violently, Aeschin.