περιοικίς: Difference between revisions
σέθεν δὲ χωρὶς οὔτις εὐδαίμων ἔφυ → without you, no one has been happy | without you Health, no one has been happy
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=perioikis | |Transliteration C=perioikis | ||
|Beta Code=perioiki/s | |Beta Code=perioiki/s | ||
|Definition=ίδος, ἡ, pecul. fem. of [[περίοικος]], <span class="sense"> | |Definition=ίδος, ἡ, pecul. fem. of [[περίοικος]], <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[dwelling]] or [[lying round about]], [[neighbouring]], [[[πόλιες]]] <span class="bibl">Hdt.1.76</span>, <span class="bibl">9.115</span>, cf. <span class="bibl">X.<span class="title">HG</span>3.2.23</span> ; νῆσοι <span class="bibl">Th.1.9</span> ; κῶμαι <span class="bibl">Plb.5.8.4</span>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Cat.Ma.</span> 1</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> as Subst. (sc. <b class="b3">γῆ, χώρα</b>), [[country round]] a town, as of Sparta, <span class="bibl">Th.3.16</span> ; of Elis, <span class="bibl">Id.2.25</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[town of]] [[περίοικοι]], [[dependent town]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pol.</span>1320b6</span>, <span class="bibl"><span class="title">Po.</span>1448a36</span>, <span class="bibl">Str.10.2.2</span>, <span class="bibl">6.1.6</span> (v.l. [[περιοικίας]]).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 20:10, 30 December 2020
English (LSJ)
ίδος, ἡ, pecul. fem. of περίοικος, A dwelling or lying round about, neighbouring, [[[πόλιες]]] Hdt.1.76, 9.115, cf. X.HG3.2.23 ; νῆσοι Th.1.9 ; κῶμαι Plb.5.8.4, Plu.Cat.Ma. 1. II as Subst. (sc. γῆ, χώρα), country round a town, as of Sparta, Th.3.16 ; of Elis, Id.2.25. 2 town of περίοικοι, dependent town, Arist.Pol.1320b6, Po.1448a36, Str.10.2.2, 6.1.6 (v.l. περιοικίας).
German (Pape)
[Seite 584] ἡ, eigtl. bes. fem. zu περίοικος; πόλεις, ringsumher liegend, bewohnt, Her. 1, 76. 9, 115; vgl. Strab. 6, 1, 6 u. Arist. pol. 6, 5, νῆσοι, Thuc. 1, 9, auch ἡ περιοικίς, sc. γῆ, 2, 25, das Land umher; αἱ περιοικίδες κῶμαι, Pol. 5, 8, 4, wie Plut. Philop. 13 (s. συντέλεια); nach Arist. poet. 2 sagten die Dorier κώμη für ἡ περιοικίς.
Greek (Liddell-Scott)
περιοικίς: -ίδος, ἡ, ἀνώμαλον θηλ. τοῦ περίοικος, ἡ πειμένη πλησίον που, γειτονική, γειτνιάζουσα, πόλεις Ἡρόδ. 1. 76., 9. 115, Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 23· νῆσοι Θουκ. 1. 9.· ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. (ἐξυπακ. τοῦ γῆ, χώρα), ἡ χώρα ἡ πέριξ πόλεώς τινος, ὁ αὐτ. 3. 16 τὰ προάστεια, 2. 25· - τοιαῦτα δὲ χωρία ἐκαλοῦντο ὑπὸ μὲν τῶν Δωριέων κῶμαι, ὑπὸ δὲ τῶν Ἀθηναίων δῆμοι, Ἀριστ. Ποιητ. 3. 6· καὶ ὁ Πολύβ. ὁμιλεῖ περὶ περιοικίδων κωμῶν 5. 8, 4. 2) πόλις τῶν περιοίκων, πόλις οὐχὶ ἀνεξάρτητος, Ἀριστ. Πολιτικ. 6. 5, 9, Στράβ. 450· ὅθεν διορθωτέον περιοικίδας, ἀντὶ -ίας παρὰ Στράβ. 258· - πρβλ. περίοικος ΙΙ.
French (Bailly abrégé)
ίδος
1 adj. f. situé alentour, aux environs;
2 subst. ἡ περιοικίς (γῆ) la campagne d’alentour.
Étymologie: περίοικος.
Greek Monolingual
-ίδος, ἡ, Α
1. ως επίθ. γειτονική (α. «νήσων τῶν περιοικίδων», Θουκ.
β) «τὰς περιοικίδας κώμας», Πολ.)
2. ως ουσ. α) η περιοχή γύρω από πόλη, τα περίχωρα («καὶ τῶν αὐτόθεν ἐκ τῆς περιοικίδος Ἡλείων μάχῃ ἐκράτησαν», Θουκ.)
β) πόλη κατοικούμενη από περιοίκους, πόλη που δεν ήταν αυτόνομη («ὧν αἱ πλεῑσται περιοικίδες γεγόνασιν», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περίοικος + επίθημα -ίς, -ίδος].
Greek Monotonic
περιοικίς: -ίδος, ἡ, θηλ. του περίοικος·
I. αυτή που κατοικεί ή βρίσκεται ολόγυρα, γειτονική, σε Ηρόδ., Θουκ.
II. 1. ως ουσ. (ενν. γῆ, χώρα), η περιοχή που βρίσκεται γύρω από την πόλη, το προάστιο, σε Θουκ.
2. πόλη περιοίκων, πόλη μη ανεξάρτητη, σε Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
περιοικίς: ίδος (ῐδ) adj. f обитаемая вокруг, т. е. окрестная (πόλεις Her.; νῆσοι Thuc.; κῶμαι Polyb.).
ίδος ἡ
1) (sc. γῆ) окрестные места, пригороды Thuc.;
2) (sc. πόλις) пригород (населенный периэками) Arst.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περιοικίς -ίδος [περί, οἶκος] naburig; subst. ἡ περιοικίς omliggend gebied.
Middle Liddell
περιοικίς, ίδος, ἡ, [fem. of περίοικος
I. dwelling or lying round about, neighbouring, Hdt., Thuc.
II. as Subst. (sc. γῆ, χώρἀ, the country round a town, the suburbs, Thuc.
2. a town of περίοικοι, a dependent town, Arist.