προσπτήσσω: Difference between revisions

From LSJ

ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=prosptisso
|Transliteration C=prosptisso
|Beta Code=prospth/ssw
|Beta Code=prospth/ssw
|Definition=<span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[crouch]] or [[cower towards]], <b class="b3">ἀκταὶ λιμένος ποτιπεπτηυῖαι</b> (Ep. pf. part. for [[προσπεπτηκυῖαι]]) headlands [[verging towards]] the harbour, i.e. shutting it in, <span class="bibl">Od.13.98</span>.</span>
|Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[crouch]] or [[cower towards]], <b class="b3">ἀκταὶ λιμένος ποτιπεπτηυῖαι</b> (Ep. pf. part. for [[προσπεπτηκυῖαι]]) headlands [[verging towards]] the harbour, i.e. shutting it in, <span class="bibl">Od.13.98</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 22:30, 30 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσπτήσσω Medium diacritics: προσπτήσσω Low diacritics: προσπτήσσω Capitals: ΠΡΟΣΠΤΗΣΣΩ
Transliteration A: prosptḗssō Transliteration B: prosptēssō Transliteration C: prosptisso Beta Code: prospth/ssw

English (LSJ)

A crouch or cower towards, ἀκταὶ λιμένος ποτιπεπτηυῖαι (Ep. pf. part. for προσπεπτηκυῖαι) headlands verging towards the harbour, i.e. shutting it in, Od.13.98.

German (Pape)

[Seite 779] von Buttmann angenommene Präsensform, um ποτιπεπτηυῖα abzuleiten, welches unter προσπίπτω nachzusehen ist.

Greek (Liddell-Scott)

προσπτήσσω: κλίνω πρός τι, ἀκταὶ λιμένος ποτιπεπτηυῖαι (Ἐπικ. μετοχ. πρκμ. ἀντὶ προσπεπτηκυῖαι), ἀπόκρημνοι ἀκταὶ προσνεύουσαι, προσκλίνουσαι πρὸς τὸν λιμένα, δηλ. περικλείουσαι αὐτόν, Ὀδ. Ν. 98· - κατὰ τύπον ἠδύνατο νὰ ἀνήκῃ καὶ εἰς τὸ προσπίπτω, ὡς καὶ συχνάκις λαμβάνεται· ἀλλ’ ἴδε καταπτήσσω, ὑποπτήσσω.

Greek Monolingual

Α
παρουσιάζω κλίση προς μια διεύθυνση, κλίνω, γέρνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + πτύσσω «ζαρώνω, κλίνω»].

Greek Monotonic

προσπτήσσω: μέλ. -ξω, σκύβω ή ζαρώνω προς τα κάπου, ἀκταὶ λιμένος ποτιπεπτηυῖαι (Επικ. μτχ. παρακ. αντί προσπεπτηκυῖαι), ακρωτήρια κλίνουν προς το λιμάνι, δηλ. το περιβάλλουν, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

προσπτήσσω: дор. ποτιπτήσσω прислоняться: ἀκταὶ λιμένος ποτιπεπτηυῖαι (= * προσπεπτηκυῖαι) Hom. защищающие бухту скалистые берега.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-πτήσσω hellen, alleen ep. ptc. perf.: ἀκταί... λιμένος ποτιπεπτηυῖαι voorgebergte dat afloopt naar de haven Od. 13.98.

Middle Liddell

fut. ξω
to crouch or cower towards, ἀκταὶ λιμένος ποτιπεπτυῖαι (epic perf. part. for προσπεπτηκυῖαἰ headlands, verging towards the harbour, i. e. shutting it in, Od.