ὀρεκτικός: Difference between revisions Search Google

From LSJ

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=orektikos
|Transliteration C=orektikos
|Beta Code=o)rektiko/s
|Beta Code=o)rektiko/s
|Definition=ή, όν, (ὄρεξις) <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[appetitive]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">de An.</span>433b3</span>, <span class="bibl"><span class="title">EE</span>1233a38</span>, al. ; <b class="b3">τὸ ὀρεκτικόν</b> the [[impulsive]] or [[conative]] faculty, <span class="bibl">Id.<span class="title">EN</span>1102b30</span> ; οὐχ ἕτερον τὸ ὀ. καὶ φευκτικόν . . ἀλλήλων <span class="bibl">Id.<span class="title">de An.</span>431a13</span>, al. ; ὀ. νοῦς <span class="bibl">Id.<span class="title">EN</span>1139b4</span>. Adv. <b class="b3">-κῶς</b> Hsch.s.v. [[θουραίη]]; πρὸς τὸ ἀγαθὸν -κῶς κινεῖσθαι <span class="bibl">Arr.<span class="title">Epict.</span>3.3.2</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> [[exciting appetite]], οἶνος Dsc.5.6.</span>
|Definition=ή, όν, (ὄρεξις) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[appetitive]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">de An.</span>433b3</span>, <span class="bibl"><span class="title">EE</span>1233a38</span>, al. ; <b class="b3">τὸ ὀρεκτικόν</b> the [[impulsive]] or [[conative]] faculty, <span class="bibl">Id.<span class="title">EN</span>1102b30</span> ; οὐχ ἕτερον τὸ ὀ. καὶ φευκτικόν . . ἀλλήλων <span class="bibl">Id.<span class="title">de An.</span>431a13</span>, al. ; ὀ. νοῦς <span class="bibl">Id.<span class="title">EN</span>1139b4</span>. Adv. <b class="b3">-κῶς</b> Hsch.s.v. [[θουραίη]]; πρὸς τὸ ἀγαθὸν -κῶς κινεῖσθαι <span class="bibl">Arr.<span class="title">Epict.</span>3.3.2</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[exciting appetite]], οἶνος Dsc.5.6.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 12:40, 1 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρεκτικός Medium diacritics: ὀρεκτικός Low diacritics: ορεκτικός Capitals: ΟΡΕΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: orektikós Transliteration B: orektikos Transliteration C: orektikos Beta Code: o)rektiko/s

English (LSJ)

ή, όν, (ὄρεξις) A appetitive, Arist.de An.433b3, EE1233a38, al. ; τὸ ὀρεκτικόν the impulsive or conative faculty, Id.EN1102b30 ; οὐχ ἕτερον τὸ ὀ. καὶ φευκτικόν . . ἀλλήλων Id.de An.431a13, al. ; ὀ. νοῦς Id.EN1139b4. Adv. -κῶς Hsch.s.v. θουραίη; πρὸς τὸ ἀγαθὸν -κῶς κινεῖσθαι Arr.Epict.3.3.2. 2 exciting appetite, οἶνος Dsc.5.6.

German (Pape)

[Seite 372] die Begierde betreffend, sie erregend, Plut. u. a. Sp.; – τὸ ὀρεκτικόν, collectiv, die Begierden, das Begehrungsvermögen, τὸ ἐπιθυμητικὸν καὶ ὅλως ὀρεκτικόν, Arist. eth. 1, 13. – Adv. ὀρεκτικῶς, Schol. Ar. Lys. 987.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρεκτικός: -ή, -όν, (ὄρεξις) ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὰς ὀρέξεις, ὀρεκτικός, Ἀριστ. π. Ψυχῆς 3. 110, 7, Ἠθικ. Νικ. 6. 2, 5, κ. ἀλλ.· τὸ ὀρεκτικόν, περιληπτικῶς, αἱ ὀρέξεις, αἱ ἐπιθυμίαι, αὐτόθι 1. 13, 18, π. Ψυχῆς 3. 7, 3, κ. ἀλλ.· - ὀρ. τινος ὁ αὐτ. ἐν Ἠθικ. Ε. 3. 6, 2. - Ἐπίρρ. -κῶς, Ἡσύχ. 2) ὁ κινῶν, διεγείρων ἐπιθυμίαν ἀνοίγων ὄρεξιν, οἶνος Διοσκ. 5. 11.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 qui concerne le désir ; τὸ ὀρεκτικόν, désir, convoitise;
2 qui excite le désir.
Étymologie: ὀρεκτός.

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ ὀρεκτικός, -ή, -όν) ορεκτός
1. αυτός που διεγείρει την όρεξη
2. αυτός που προκαλεί την επιθυμία, επιθυμητός, λαχταριστός
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το ορεκτικό
α) έδεσμα ή ποτό που λαμβάνεται πριν από το φαγητό για να διεγείρει την όρεξη
β) (φαρμ.) ουσία που καταπολεμά την ανορεξία και βελτιώνει την όρεξη αυξάνοντας έντονα την έκκριση γαστρικού υγρού
αρχ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην όρεξη, στην επιθυμία
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀρεκτικόν
α) το αυθόρμητο, το ορμέμφυτο
β) οι επιθυμίες, οι ορέξεις
3. φρ. «ὀρεκτικός νοῡς» — η προαίρεση
επίρρ...
ὀρεκτικῶς (Α)
1. με επιθυμία, με όρεξη
2. φρ. «ὀρεκτικῶς ἔχω» — ορέγομαι, επιθυμώ πολύ.

Greek Monotonic

ὀρεκτικός: -ή, -όν (ὄρεξις), αυτός που ανήκει ή ταιριάζει στις επιθυμίες, ορεκτικός, σε Αριστ.· τὸ ὀρεκτικόν, ορέξεις, επιθυμίες, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ὀρεκτικός:
1) стремящийся, устремляющийся, целеустремленный (τὸ κινοῦν Arst.);
2) возбуждающий желание (πάθος Plut.).

Middle Liddell

ὀρεκτικός, ή, όν ὄρεξις
of or for the desires, appetitive, Arist.; τὸ ὀρεκτικόν, the appetites, Arist.