έλεος: Difference between revisions

From LSJ

τὴν οἴησιν ἔλεγε προκοπῆς ἐγκοπήν → he used to say, Opinion forming is the stoppage of progress

Source
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το και [[έλεος]], ο (ΑΜ [[ἔλεος]], το<br />Α [[ἔλεος]], ο)<br />Ι. [[έλεος]], ο (Α [[ἔλεος]])<br />η τραγική [[συγκίνηση]], η [[συμπόνια]] που νιώθει ο [[θεατής]] της τραγωδίας για τον αναξιοπαθούντα τραγικό ήρωα<br />II. [[έλεος]], το (ΑΜ [[ἔλεος]], το<br />Α [[ἔλεος]], ο)<br /><b>1.</b> [[συμπόνια]], [[οίκτος]]<br /><b>2.</b> [[ελεημοσύνη]]<br /><b>3.</b> η [[αγάπη]] και η [[συγκατάβαση]] του Θεού [[προς]] τους ανθρώπους<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «ἐλέῳ θεοῡ» — [[φράση]] με την οποία δηλώνεται ότι η αρχιερατική [[εξουσία]] τών επισκόπων (και παλαιότερα τών μοναρχών) προέρχεται από τη [[χάρη]] του Θεού<br /><b>νεοελλ.</b><br />Ι. (ως [[επιφώνημα]]) [[έλεος]]<br />λυπηθείτε με, συγχωρήστε με<br />II. <b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «στο [[έλεος]] του Θεού» — [[τελείως]] [[αβοήθητος]]<br /><b>2.</b> «στο [[έλεος]] κάποιου» — στην απόλυτη ή αυθαίρετη [[διάθεση]] κάποιου<br /><b>3.</b> «δεν έχει [[έλεος]]» <br />α) [[είναι]] [[αμείλικτος]], πολύ [[σκληρός]]<br />β) δεν έχει απολύτως [[τίποτε]], [[ούτε]] το ελάχιστο [[ποσό]] που θά 'δινε για [[ελεημοσύνη]]<br /><b>4.</b> «τα ελέη του Θεού» — [[αφθονία]] αγαθών<br /><b>5.</b> «πήγαινε στο [[έλεος]] του Θεού» ([[ευχή]])<br />ο Θεός να σε βοηθήσει στις δυσκολίες σου<br /><b>6.</b> «[[αδελφή]] του ελέους» — νοσοκόμα<br /><b>αρχ.</b><br />[[πράγμα]] άξιο ελέους, οίκτου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Αβέβαιης ετυμολογίας. Πιθανόν να ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>el</i>-, η οποία εμφανίζεται σε πολλές ονοματοποιημένες λέξεις (<b>πρβλ.</b> [[ολοφυρμός]], [[ολολυγή]], από την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας). Είναι [[επίσης]] πιθανό να έχει προέλθει από κάποιο [[επιφώνημα]] (<b>πρβλ.</b> [[ελελεύ]]). Η [[μεταβολή]] του γένους της λέξεως στη νέα Ελληνική ερμηνεύεται αναλογικά [[προς]] τη λ. [[πάθος]] (<i>το</i>). Τόσο η λ. [[έλεος]] όσο και η λ. [[οίκτος]] καθιερώθηκαν στην προφορική [[ομιλία]] [[κυρίως]] μέσω της εκκλησιαστικής χρήσεως.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ελεεινός]], [[ελεώ]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ελεαίρω]], [[ελεόν]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[πολυέλεος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>ανελεής</i>, [[φιλέλεος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ανηλεής]]].
|mltxt=το και [[έλεος]], ο (ΑΜ [[ἔλεος]], το<br />Α [[ἔλεος]], ο)<br />Ι. [[έλεος]], ο (Α [[ἔλεος]])<br />η τραγική [[συγκίνηση]], η [[συμπόνια]] που νιώθει ο [[θεατής]] της τραγωδίας για τον αναξιοπαθούντα τραγικό ήρωα<br />II. [[έλεος]], το (ΑΜ [[ἔλεος]], το<br />Α [[ἔλεος]], ο)<br /><b>1.</b> [[συμπόνια]], [[οίκτος]]<br /><b>2.</b> [[ελεημοσύνη]]<br /><b>3.</b> η [[αγάπη]] και η [[συγκατάβαση]] του Θεού [[προς]] τους ανθρώπους<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «ἐλέῳ θεοῦ» — [[φράση]] με την οποία δηλώνεται ότι η αρχιερατική [[εξουσία]] τών επισκόπων (και παλαιότερα τών μοναρχών) προέρχεται από τη [[χάρη]] του Θεού<br /><b>νεοελλ.</b><br />Ι. (ως [[επιφώνημα]]) [[έλεος]]<br />λυπηθείτε με, συγχωρήστε με<br />II. <b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «στο [[έλεος]] του Θεού» — [[τελείως]] [[αβοήθητος]]<br /><b>2.</b> «στο [[έλεος]] κάποιου» — στην απόλυτη ή αυθαίρετη [[διάθεση]] κάποιου<br /><b>3.</b> «δεν έχει [[έλεος]]» <br />α) [[είναι]] [[αμείλικτος]], πολύ [[σκληρός]]<br />β) δεν έχει απολύτως [[τίποτε]], [[ούτε]] το ελάχιστο [[ποσό]] που θά 'δινε για [[ελεημοσύνη]]<br /><b>4.</b> «τα ελέη του Θεού» — [[αφθονία]] αγαθών<br /><b>5.</b> «πήγαινε στο [[έλεος]] του Θεού» ([[ευχή]])<br />ο Θεός να σε βοηθήσει στις δυσκολίες σου<br /><b>6.</b> «[[αδελφή]] του ελέους» — νοσοκόμα<br /><b>αρχ.</b><br />[[πράγμα]] άξιο ελέους, οίκτου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Αβέβαιης ετυμολογίας. Πιθανόν να ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>el</i>-, η οποία εμφανίζεται σε πολλές ονοματοποιημένες λέξεις (<b>πρβλ.</b> [[ολοφυρμός]], [[ολολυγή]], από την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας). Είναι [[επίσης]] πιθανό να έχει προέλθει από κάποιο [[επιφώνημα]] (<b>πρβλ.</b> [[ελελεύ]]). Η [[μεταβολή]] του γένους της λέξεως στη νέα Ελληνική ερμηνεύεται αναλογικά [[προς]] τη λ. [[πάθος]] (<i>το</i>). Τόσο η λ. [[έλεος]] όσο και η λ. [[οίκτος]] καθιερώθηκαν στην προφορική [[ομιλία]] [[κυρίως]] μέσω της εκκλησιαστικής χρήσεως.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ελεεινός]], [[ελεώ]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ελεαίρω]], [[ελεόν]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[πολυέλεος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>ανελεής</i>, [[φιλέλεος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ανηλεής]]].
}}
}}

Latest revision as of 19:55, 13 June 2022

Greek Monolingual

το και έλεος, ο (ΑΜ ἔλεος, το
Α ἔλεος, ο)
Ι. έλεος, ο (Α ἔλεος)
η τραγική συγκίνηση, η συμπόνια που νιώθει ο θεατής της τραγωδίας για τον αναξιοπαθούντα τραγικό ήρωα
II. έλεος, το (ΑΜ ἔλεος, το
Α ἔλεος, ο)
1. συμπόνια, οίκτος
2. ελεημοσύνη
3. η αγάπη και η συγκατάβαση του Θεού προς τους ανθρώπους
4. φρ. «ἐλέῳ θεοῦ» — φράση με την οποία δηλώνεται ότι η αρχιερατική εξουσία τών επισκόπων (και παλαιότερα τών μοναρχών) προέρχεται από τη χάρη του Θεού
νεοελλ.
Ι. (ως επιφώνημα) έλεος
λυπηθείτε με, συγχωρήστε με
II. φρ.
1. «στο έλεος του Θεού» — τελείως αβοήθητος
2. «στο έλεος κάποιου» — στην απόλυτη ή αυθαίρετη διάθεση κάποιου
3. «δεν έχει έλεος»
α) είναι αμείλικτος, πολύ σκληρός
β) δεν έχει απολύτως τίποτε, ούτε το ελάχιστο ποσό που θά 'δινε για ελεημοσύνη
4. «τα ελέη του Θεού» — αφθονία αγαθών
5. «πήγαινε στο έλεος του Θεού» (ευχή)
ο Θεός να σε βοηθήσει στις δυσκολίες σου
6. «αδελφή του ελέους» — νοσοκόμα
αρχ.
πράγμα άξιο ελέους, οίκτου.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Αβέβαιης ετυμολογίας. Πιθανόν να ανάγεται σε ΙΕ ρίζα el-, η οποία εμφανίζεται σε πολλές ονοματοποιημένες λέξεις (πρβλ. ολοφυρμός, ολολυγή, από την ετεροιωμένη βαθμίδα της ρίζας). Είναι επίσης πιθανό να έχει προέλθει από κάποιο επιφώνημα (πρβλ. ελελεύ). Η μεταβολή του γένους της λέξεως στη νέα Ελληνική ερμηνεύεται αναλογικά προς τη λ. πάθος (το). Τόσο η λ. έλεος όσο και η λ. οίκτος καθιερώθηκαν στην προφορική ομιλία κυρίως μέσω της εκκλησιαστικής χρήσεως.
ΠΑΡ. ελεεινός, ελεώ
αρχ.
ελεαίρω, ελεόν.
ΣΥΝΘ. πολυέλεος
αρχ.
ανελεής, φιλέλεος
νεοελλ.
ανηλεής].