εὐρωστία: Difference between revisions
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''εὐρωστία:''' ἡ сила, крепость (εὐ. καὶ [[μέγεθος]] Arst.; εὐ. τῆς ψυχῆς Plut.). | |elrutext='''εὐρωστία:''' ἡ [[сила]], [[крепость]] (εὐ. καὶ [[μέγεθος]] Arst.; εὐ. τῆς ψυχῆς Plut.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[εὐρωστία]], ἡ,<br />[[stoutness]], [[strength]], Plut. [from [[εὔρωστος]] | |mdlsjtxt=[[εὐρωστία]], ἡ,<br />[[stoutness]], [[strength]], Plut. [from [[εὔρωστος]] | ||
}} | }} |
Revision as of 10:50, 23 August 2022
English (LSJ)
ἡ, A stoutness, strength, Arist.Mir.830a9, D.S.17.88, PRyl.235.8 (ii A.D.); τῆς ψυχῆς Plu.Cat.Mi.44; personified, Εὐ. Ath.Mitt.32.308 (Pergam.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐρωστία: ἡ, καλὴ κατάστασις τοῦ σώματος, ἰσχύς, δύναμις, Ἀριστ. π. Θαυμ. 1. 2· τῆς ψυχῆς Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 44.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
force, vigueur.
Étymologie: εὔρωστος.
Spanish
Greek Monolingual
η (ΑΜ εὐρωστία) εύρωστος
1. σωματική ευεξία, ρωμαλεότητα, σφρίγος
2. καλή κατάσταση (α. «οικονομική ευρωστία» β. «τὴν δ' εὐρωστίαν τῆς ψυχῆς τιθέμενοι», Πλούτ.).
Greek Monotonic
εὐρωστία: ἡ, καλή κατάσταση του σώματος, δύναμη, ισχύ, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
εὐρωστία: ἡ сила, крепость (εὐ. καὶ μέγεθος Arst.; εὐ. τῆς ψυχῆς Plut.).