κνισμός: Difference between revisions
καὶ ποιήσας φραγέλλιον ἐκ σχοινίων πάντας ἐξέβαλεν ἐκ τοῦ ἱεροῦ, τά τε πρόβατα καὶ τοὺς βόας → And having made a whip out of cords he drove all from the temple sheep and cattle
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1461.png Seite 1461]] ὁ, = [[κνησμός]], unangenehmer Reiz, [[Jucken]] auf der Haut, Sp.; gew. übertr. vom phasischen u. moralischen Reiz zur Liebe, Ar. Plut. 974; τάδ' ἐστὶ κνισμὸς καὶ φιλημάτων [[ψόφος]] Soph. bei Ath. XI, 487 d. Auch = Zank, verliebte Neckerei, κἄν μοι [[κνισμός]] τις πρὸς αὐτὸν ἢ διαφορὰ γένηται Alciphr. 1, 29. – Als eine Art von Liedern aufgeführt Ath. XIV, 618 c; ein Tanz Poll. 4, 100. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1461.png Seite 1461]] ὁ, = [[κνησμός]], unangenehmer Reiz, [[Jucken]] auf der Haut, Sp.; gew. übertr. vom phasischen u. moralischen Reiz zur Liebe, Ar. Plut. 974; τάδ' ἐστὶ κνισμὸς καὶ φιλημάτων [[ψόφος]] Soph. bei Ath. XI, 487 d. Auch = Zank, verliebte Neckerei, κἄν μοι [[κνισμός]] τις πρὸς αὐτὸν ἢ διαφορὰ γένηται Alciphr. 1, 29. – Als eine Art von Liedern aufgeführt Ath. XIV, 618 c; ein Tanz Poll. 4, 100. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />démangeaison, excitation des sens.<br />'''Étymologie:''' [[κνίζω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κνισμός''': ὁ, [[κνησμός]], «φαγοῦρα» τοῦ δέρματος, [[γαργαλισμός]], μεταφορ., ἐπὶ πάθους, Σοφ. Ἀποσπ. 482, Ἀριστοφ. Πλ. 974· ― ἐρῶντος πειράγματα, Ἀλκίφρων 1. 29, πρβλ. [[κνίσμα]]. ΙΙ. [[εἶδος]] ᾄσματος ἢ χοροῦ, Ἀθήν. 618C. | |lstext='''κνισμός''': ὁ, [[κνησμός]], «φαγοῦρα» τοῦ δέρματος, [[γαργαλισμός]], μεταφορ., ἐπὶ πάθους, Σοφ. Ἀποσπ. 482, Ἀριστοφ. Πλ. 974· ― ἐρῶντος πειράγματα, Ἀλκίφρων 1. 29, πρβλ. [[κνίσμα]]. ΙΙ. [[εἶδος]] ᾄσματος ἢ χοροῦ, Ἀθήν. 618C. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 22:15, 1 October 2022
English (LSJ)
ὁ, A itching, tickling, S.Fr.537; irritation, Ar.Pl.974; lovers' quarrel, Alciphr.1.29. II tune for the flute, Tryphoap. Ath.14.618c.
German (Pape)
[Seite 1461] ὁ, = κνησμός, unangenehmer Reiz, Jucken auf der Haut, Sp.; gew. übertr. vom phasischen u. moralischen Reiz zur Liebe, Ar. Plut. 974; τάδ' ἐστὶ κνισμὸς καὶ φιλημάτων ψόφος Soph. bei Ath. XI, 487 d. Auch = Zank, verliebte Neckerei, κἄν μοι κνισμός τις πρὸς αὐτὸν ἢ διαφορὰ γένηται Alciphr. 1, 29. – Als eine Art von Liedern aufgeführt Ath. XIV, 618 c; ein Tanz Poll. 4, 100.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
démangeaison, excitation des sens.
Étymologie: κνίζω.
Greek (Liddell-Scott)
κνισμός: ὁ, κνησμός, «φαγοῦρα» τοῦ δέρματος, γαργαλισμός, μεταφορ., ἐπὶ πάθους, Σοφ. Ἀποσπ. 482, Ἀριστοφ. Πλ. 974· ― ἐρῶντος πειράγματα, Ἀλκίφρων 1. 29, πρβλ. κνίσμα. ΙΙ. εἶδος ᾄσματος ἢ χοροῦ, Ἀθήν. 618C.
Greek Monolingual
ο (Α κνισμός) κνίζω
κνησμός, φαγούρα
αρχ.
1. εξοργισμός, εξερεθισμός
2. (στους εραστές) φιλονικία
3. είδος χορού
4. είδος αυλήσεως.
Greek Monotonic
κνισμός: ὁ, φαγούρα του δέρματος, γαργάλημα, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
κνισμός: ὁ досл. зуд, перен. возбуждение Soph., Arph.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κνισμός -οῦ, ὁ [κνίζω] jeuk, irritatie.