μετάφρενον: Difference between revisions

From LSJ

Πολλοὺς ὁ πόλεμος δι' ὀλίγους ἀπώλεσεν → Bellum paucorum gratia aufert plurimos → Der Krieg vernichtet viele wegen weniger

Menander, Monostichoi, 443
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μετάφρενον''': τό, [[κυρίως]] τὸ [[μέρος]] τοῦ σώματος τὸ [[ὄπισθεν]] τοῦ διαφράγματος, ([[μετὰ]] τὰς φρένας), καὶ ἀκολούθως [[καθόλου]], τὰ νῶτα, μεταφρένῳ ἐν [[δόρυ]] πῆξεν ὤμων μεσσηγὺς Ἰλ. Ε. 40, 56· [[μετάφρενον]] ἠδὲ καὶ ὤμω πλῆξεν Β. 265, κτλ.· μετ’ ἠδὲ καὶ ὤμους (ἐπὶ γυναικός) Ὀδ. Θ. 528, κτλ., πρβλ. Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 395· - ἐν τῷ πληθ., ἐπὶ ἑνὸς ἀνθρώπου, ὡς τὰ νῶτα Ἰλ. Μ. 428, Ἀρχίλ. 25· - Ἐπικ. λέξ. ἐν χρήσει παρὰ Πλάτ. ἐν Πρωτ. 352Α, Ἀριστ. Φυσιογν. 6, 12 κἑξ., Λουκ. Ἑταιρ. Διάλογ. 4. 2. ΙΙ. παρὰ τοῖς Ἰατρικοῖς συγγραφ., τὰ περὶ τοὺς νεφροὺς καὶ κατὰ τὸ [[ὄπισθεν]] τῆς κεφαλῆς μέρη, Ροῦφος 30, κλ.
|lstext='''μετάφρενον''': τό, [[κυρίως]] τὸ [[μέρος]] τοῦ σώματος τὸ [[ὄπισθεν]] τοῦ διαφράγματος, (μετὰ τὰς φρένας), καὶ ἀκολούθως [[καθόλου]], τὰ νῶτα, μεταφρένῳ ἐν [[δόρυ]] πῆξεν ὤμων μεσσηγὺς Ἰλ. Ε. 40, 56· [[μετάφρενον]] ἠδὲ καὶ ὤμω πλῆξεν Β. 265, κτλ.· μετ’ ἠδὲ καὶ ὤμους (ἐπὶ γυναικός) Ὀδ. Θ. 528, κτλ., πρβλ. Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 395· - ἐν τῷ πληθ., ἐπὶ ἑνὸς ἀνθρώπου, ὡς τὰ νῶτα Ἰλ. Μ. 428, Ἀρχίλ. 25· - Ἐπικ. λέξ. ἐν χρήσει παρὰ Πλάτ. ἐν Πρωτ. 352Α, Ἀριστ. Φυσιογν. 6, 12 κἑξ., Λουκ. Ἑταιρ. Διάλογ. 4. 2. ΙΙ. παρὰ τοῖς Ἰατρικοῖς συγγραφ., τὰ περὶ τοὺς νεφροὺς καὶ κατὰ τὸ [[ὄπισθεν]] τῆς κεφαλῆς μέρη, Ροῦφος 30, κλ.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μετάφρενον:''' τό, κανονικά, το [[τμήμα]] (στο ανθρ. [[σώμα]]) [[μετά]] το [[διάφραγμα]] ([[μετὰ]] [[τὰς]] φρένας), τα [[νώτα]], σε Ομήρ. Ιλ., Πλάτ.
|lsmtext='''μετάφρενον:''' τό, κανονικά, το [[τμήμα]] (στο ανθρ. [[σώμα]]) [[μετά]] το [[διάφραγμα]] (μετὰ [[τὰς]] φρένας), τα [[νώτα]], σε Ομήρ. Ιλ., Πλάτ.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[μετά]]-φρενον, ου, τό,<br />[[properly]], the [[part]] [[behind]] the [[midriff]] ([[μετὰ]] τὰς φρένασ), the [[back]], Il., Plat.
|mdlsjtxt=[[μετά]]-φρενον, ου, τό,<br />[[properly]], the [[part]] [[behind]] the [[midriff]] (μετὰ τὰς φρένασ), the [[back]], Il., Plat.
}}
}}

Revision as of 11:55, 20 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετάφρενον Medium diacritics: μετάφρενον Low diacritics: μετάφρενον Capitals: ΜΕΤΑΦΡΕΝΟΝ
Transliteration A: metáphrenon Transliteration B: metaphrenon Transliteration C: metafrenon Beta Code: meta/frenon

English (LSJ)

τό, prop. A part behind the midriff (μετὰ τὰς φρένας), broad of the back: hence, generally, back, μεταφρένῳ ἐν δόρυ πῆξεν ὤμων μεσσηγύς Il.5.40, cf. 56, al.; μ. ἠδὲ καὶ ὤμω πλῆξεν 2.265; μ. ἠδὲ καὶ ὤμους (of a woman) Od.8.528, cf. Hp.Acut.66; in pl., of a single person, Il.12.428; ὤμους καὶ μετάφρενα, of a woman, Archil.29. cf. Hld.10.32. — Ep. word, used by Pl.Prt.352a, Arist. Phgn.810b25, Luc.DMeretr.4.2. II = τὸ μεταξὺ τοῦ νώτου καὶ ὀσφύος κατὰ τὴν τῶν φρενῶν πρόσφυσιν Ruf.Onom.90.

German (Pape)

[Seite 156] τό (eigtl. das dem Zwerchfell, φρένες, Gegenüberliegende), der Theil des Leibes, der zwischen den Schultern liegt, μεταφρένῳ ἐν δόρυ πῆξεν, ὤμων μεσσηγύς, διὰ δὲ στήθεσφιν ἔλασσεν, Il. 5, 40, öfter; σκήπτρῳ δὲ μετάφρενον ἠδὲ καὶ ὤμω πλῆξεν, 2, 265, den Rücken, die ganze hintere Seite des Leibes; ὁτέῳ στρεφθέντι μετάφρενα γυμνωθείη μαρναμένων, 12, 428; oft in der Od., wie 8, 528, ὄπισθεν κόπτοντες δούρεσσι μετάφρενον ἠδὲ καὶ ὤμους. – Archil. 13 u. a. D. Auch in Prosa, ἀνακαλύψας καὶ τὰ στήθη καὶ τὸ μετάφρενον, Plat. Prot. 352 a; Sp. nehmen es bald für die Nierengegend, bald für den Hinterkopf.

Greek (Liddell-Scott)

μετάφρενον: τό, κυρίως τὸ μέρος τοῦ σώματος τὸ ὄπισθεν τοῦ διαφράγματος, (μετὰ τὰς φρένας), καὶ ἀκολούθως καθόλου, τὰ νῶτα, μεταφρένῳ ἐν δόρυ πῆξεν ὤμων μεσσηγὺς Ἰλ. Ε. 40, 56· μετάφρενον ἠδὲ καὶ ὤμω πλῆξεν Β. 265, κτλ.· μετ’ ἠδὲ καὶ ὤμους (ἐπὶ γυναικός) Ὀδ. Θ. 528, κτλ., πρβλ. Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 395· - ἐν τῷ πληθ., ἐπὶ ἑνὸς ἀνθρώπου, ὡς τὰ νῶτα Ἰλ. Μ. 428, Ἀρχίλ. 25· - Ἐπικ. λέξ. ἐν χρήσει παρὰ Πλάτ. ἐν Πρωτ. 352Α, Ἀριστ. Φυσιογν. 6, 12 κἑξ., Λουκ. Ἑταιρ. Διάλογ. 4. 2. ΙΙ. παρὰ τοῖς Ἰατρικοῖς συγγραφ., τὰ περὶ τοὺς νεφροὺς καὶ κατὰ τὸ ὄπισθεν τῆς κεφαλῆς μέρη, Ροῦφος 30, κλ.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
partie supérieure du dos entre les épaules, dos.
Étymologie: μετά, φρήν.

English (Autenrieth)

(φρένες): the part behind the diaphragm, upper part of the back; also pl., Il. 12.428.

Greek Monolingual

το (ΑΜ μετάφρενον)
το τμήμα που βρίσκεται μεταξύ τών δύο ωμοπλατών, η ράχη, τα νώτα, η πλάτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + φρην, φρενός].

Greek Monotonic

μετάφρενον: τό, κανονικά, το τμήμα (στο ανθρ. σώμα) μετά το διάφραγμα (μετὰ τὰς φρένας), τα νώτα, σε Ομήρ. Ιλ., Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

μετάφρενον: τό досл. часть спины между лопатками перен. спина Hom., Plat. etc.

Middle Liddell

μετά-φρενον, ου, τό,
properly, the part behind the midriff (μετὰ τὰς φρένασ), the back, Il., Plat.