ψωλός: Difference between revisions

From LSJ

χρόνος ἐστὶ δάνος, τὸ ζῆν πικρός ἐσθ' ὁ δανίσας → time is a loan, and he who lent you life is a hard creditor | time is on loan and life's lender is a prick

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α<br />αυτός του οποίου το [[πέος]] [[είναι]] σε [[στύση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] του θ. <i>ψη</i>- του <i>ψήω</i> / <i>ψῆν</i> «[[τρίβω]]», με [[επίθημα]] -<i>λός</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>τραυ</i>-<i>λός</i>)].
|mltxt=-ή, -όν, Α<br />αυτός του οποίου το [[πέος]] [[είναι]] σε [[στύση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] του θ. <i>ψη</i>- του <i>ψήω</i> / <i>ψῆν</i> «[[τρίβω]]», με [[επίθημα]] -<i>λός</i> ([[πρβλ]]. <i>τραυ</i>-<i>λός</i>)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 15:43, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψωλός Medium diacritics: ψωλός Low diacritics: ψωλός Capitals: ΨΩΛΟΣ
Transliteration A: psōlós Transliteration B: psōlos Transliteration C: psolos Beta Code: ywlo/s

English (LSJ)

ὁ, A with the prepuce drawn back, Ar.Av.507 (anap.) (ubi v. Sch.), Eq.964, Pl.267, Diph.39.

German (Pape)

[Seite 1405] ὁ, Einer, dessen Ruthe sich aufgerichtet und die Eichel entblößt hat, zum Beischlafe bereit, dah. geil, wollüstig, Ar. Plut. 267 Equ. 959. – Auch ein Beschnittener, an der Vorhaut.

Greek (Liddell-Scott)

ψωλός: ὁ, περιτετμημένος, ἔχων τὴν βάλανον τοῦ αἰδοίου γυμνήν, Ἀριστοφ. Ὄρν. 507, (ἔνθα ἴδε τὸν Σχολ.), Ἱππ. 964.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
circoncis, décalotté (Ar. Av. 507, Eq. 964).
Étymologie: apparenté à ψήχω.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
αυτός του οποίου το πέος είναι σε στύση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα του θ. ψη- του ψήω / ψῆν «τρίβω», με επίθημα -λός (πρβλ. τραυ-λός)].

Greek Monotonic

ψωλός: ὁ, αυτός που έχει κάνει περιτομή, λάγνος, αυτός που έχει τη βάλανο του αιδοίου γυμνή, σε Αριστοφ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ψωλός -όν [~ ψωλή] van de penis, met zichtbare eikel besneden:; οἶμαι... καὶ ψωλὸν αὐτον εἶναι ik meen dat hij zelfs besneden is Aristoph. Plut. 267; stijf; subst.: ψωλοὶ πεδίονδε lullo’s naar het strijdveld! Aristoph. Av. 507.

Russian (Dvoretsky)

ψωλός: ὁ подвергшийся обрезанию Arph.

Middle Liddell

ψωλός, οῦ, ὁ,
one circumcised, lewd, Ar.