ἀνθρακεύω: Difference between revisions
Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀνθρᾰκεύω:''' превращать в уголь, медленно сжигать (τινὰ πυρί Arph.). | |elrutext='''ἀνθρᾰκεύω:''' [[превращать в уголь]], [[медленно сжигать]] (τινὰ πυρί Arph.). | ||
}} | }} |
Revision as of 12:10, 20 August 2022
English (LSJ)
A make charcoal, Thphr.HP9.3.1, cf. Poll.7.146; τὰ ἀνθρακευόμενα charcoal, Antig.Mir.136. 2 burn to a cinder, ἀ. τινὰ πυρί Ar.Lys.340.
German (Pape)
[Seite 233] Kohlen brennen, Köhler sein, Sp.; γυναῖκας πυρί, Ar. Lys. 340.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθρᾰκεύω: κάμνω ἄνθρακας, φαῦλον δὲ καὶ εἰς τὸ καίειν καὶ ἀνθρακεύειν Θεοφρ. Ἱστ. Φυτ. 3. 8, 5, καὶ 9. 3, 1, πρβλ. καὶ Πολυδ. 7. 146· «τούτους δὲ (τοὺς ἀνθρακώδεις λίθους) πᾶν τοὐναντίον πάσχειν τοῖς ἐκ τῶν ξύλων ἀνθρακευομένοις» Ἀντιγ. Καρύστ. 151. 2) καίω τι ἕως οὗ ἀνθρακωθῇ, ὡς πυρὶ χρὴ τὰς μεσαρὰς γυναῖκας ἀνθρακεύειν Ἀριστοφ. Λυσ. 340.
French (Bailly abrégé)
brûler avec du charbon, faire griller.
Étymologie: ἀνθρακεύς.
Spanish (DGE)
1 carbonear Thphr.HP 9.3.1, Poll.7.146, τὰ ἀνθρακευόμενα carbón Antig.Mir.136.
2 hacer arder πυρὶ ... τὰς μυσαρὰς γυναῖκας Ar.Lys.340.
Greek Monolingual
(Α ἀνθρακεύω)
παρασκευάζω ξυλάνθρακες
νεοελλ.
(για πλοία ή ατμομηχανές) προμηθεύομαι κάρβουνα
αρχ.
καίω κάτι ώσπου να γίνει κάρβουνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τύπος < ανθρακεύς.
ΠΑΡ. ανθρακευτής
νεοελλ.
ανθράκευση
αρχ.
ανθρακευτός. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό του Νικόλαου Κοντόπουλου (κατά το υδρεύω)].
Russian (Dvoretsky)
ἀνθρᾰκεύω: превращать в уголь, медленно сжигать (τινὰ πυρί Arph.).