ἄσχετος: Difference between revisions
μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> [[ἀάσχετος]] <i>Il</i>.5.892, 24.708<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[incontenible]], [[arrollador]] de comportamientos μένος <i>Il</i>.5.892, [[γέλως]] Pythag.C 6.26, ὁρμή Opp.<i>H</i>.1.492, Aret.<i>SA</i> 2.12.1, ὕβρις Dionysius 21re.1<br /><b class="num">•</b>de pers. [[irreductible]], [[irrefrenable]] κούρη Nonn.<i>D</i>.4.198, cf. <i>PMag</i>.4.2071, 7.593, frec. c. ac. de rel. μένος ἄσχετοι υἷες Ἀχαιῶν <i>Od</i>.3.104, cf. 2.85, 20.19, tb. de animales ταύρου ... μένος ἀσχέτου Hes.<i>Th</i>.832, ὄφις Nonn.<i>D</i>.4.379<br /><b class="num">•</b>neutr. sg. o plu. como adv. [[inconteniblemente]] ἱμερθείς A.R.4.1738, cf. 1087, <i>AP</i> 5.272.2 (Paul.Sil.), Nonn.<i>D</i>.44.67.<br /><b class="num">2</b> [[irresistible]], [[insoportable]] de abstr. πένθος <i>Il</i>.16.549, 24.708, κάκον Alc.364.1, μῦθος A.R.1.1334, φλόξ A.R.3.1048, [[ἕλκος]] Bio 1.40, [[δίψος]] Luc.<i>Dips</i>.9, πῆμα Q.S.1.370, ἠελίοιο ... αἴγλη Nonn.<i>D</i>.37.535.<br /><b class="num">3</b> [[intransitable]] κέλευθος D.P.474.<br /><b class="num">4</b> [[incomprensible]] μεταδόσεις entre el Padre y el Hijo, Dion.Ar.<i>DN</i> M.3.644A.<br /><b class="num">II</b> <b class="num">1</b>[[que no forma unidad]] ὁ ἀμφορεὺς καὶ ὁ οἶνος Phlp.<i>in Ph</i>.533.4<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ ἄ. [[falta de unidad]] τῆς ὕλης Procl.<i>in Cra</i>.57.29.<br /><b class="num">2</b> [[no relacionado]] c. πρὸς y ac. ἀσχέτου [[αὐτοῦ]] ὄντος πρὸς τὰ μετ' αὐτόν (ὁ θεός) Porph.<i>in Prm</i>.3.35, cf. Procl.<i>in Cra</i>.61.20, Dexipp.<i>in Cat</i>.51.21<br /><b class="num">•</b>[[absoluto]], [[independiente]] (ὀνόματα) ἀπόλυτά τε καὶ ἄσχετα Gr.Nyss.<i>Eun</i>.1.568, del alma en rel. c. el cuerpo, Iul.<i>Or</i>.8.163b<br /><b class="num">•</b>[[no alcanzado]] c. gen. πρὸς τὸ κρεῖττον ἐστράφθαι καὶ ἄσχετον εἶναι τοῦ χείρονος Synes.<i>Insomn</i>.10.<br /><b class="num">III</b> adv. -ως<br /><b class="num">1</b> [[inconteniblemente]] τὸ ἀ. ἀεὶ ῥέον lo que fluye siempre sin obstáculo</i> def. de la [[ἀρετή]] por falsa etim., Pl.<i>Cra</i>.415d, θρηνοῦσα ... ἀ. D.P.<i>Au</i>.2.8, αὐτοὺς ἀ. ἔχοντας τοῦ δρόμου App.<i>BC</i> 4.129.<br /><b class="num">2</b> [[sin condicionamientos]] πᾶν ... τὸ τῷ εἶναι ποιοῦν ἀ. ποιεῖ Procl.<i>Inst</i>.122, cf. <i>in Cra</i>.70, ἀ. προνοεῖν Marin.<i>Procl</i>.18. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 10:55, 20 July 2021
English (LSJ)
Ep. also ἀάσχετος, ον, (σχεῖν) A not to be checked, ungovernable, πένθος ἄσχετον οὐκ ἐπιεικτόν Il.16.549; ἀάσχετον ἵκετο πένθος 24.708; μένος ἄσχετοι υἷες Ἀχαιῶν resistless in might, Od.3.104; μητρός τοι μένος ἐστὶν ἀάσχετον οὐδ' ἐπιεικτόν Il.5.892; κάκον ἄ. Alc.92; ὕβρις Epic. in Arch.Pap.7.6: in later Prose, ἄ. δίψος Luc. Dips.9; ἄ. ὁρμή Aret.SA2.12; of a person, ungovernable, unmanageable, γυνή PMag.Par.1.2071, cf. PMag.Lond.121.593. Adv. -τως Pl.Cra.415d: neut. ἄσχετον, -τα, as Adv., A.R.4.1738,1087. 2 not held together, Phlp. in Ph.533.4. 3 unrelated, πρός τι Anon. in Prm. (Rh.Mus.47.605), cf. Jul.Or.5.163b, Dam.Pr.3, al., Procl. in Cra.p.57 P., al.; ἄ. σχέσις Ps.-Alex.Aphr.in SE152.24; unqualified, ὕλη Dex.in Cat.51.21. Adv. -τως Procl.Inst.122, in Cra.p.70 P.
German (Pape)
[Seite 382] unaufhaltsam, μένος ἄσχετος, unwiderstehlich an Kraft u. Muth; Τηλέμαχ' ὑψαγόρη, μένος ἄσχετε Od. 2, 85. 303. 17, 406; μένος ἄσχετος Κύκλωψ 20, 19; μένος ἄσχετοι υἷες Ἀχαιῶν 3, 104; πένθος ἄσχετον Iliad. 16, 549; Opp. C. 2, 60; vgl. ἀάσχετος. – Adv ἀσχέτως, Plat. Crat. 415 d.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 irrésistible;
2 intolérable.
Étymologie: ἀ, ἔχω.
English (Autenrieth)
(σχεῖν) and ἀάσχετος: irresistible; πένθος, ‘overpowering,’ Il. 16.549, Il. 24.708.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): ἀάσχετος Il.5.892, 24.708
I 1incontenible, arrollador de comportamientos μένος Il.5.892, γέλως Pythag.C 6.26, ὁρμή Opp.H.1.492, Aret.SA 2.12.1, ὕβρις Dionysius 21re.1
•de pers. irreductible, irrefrenable κούρη Nonn.D.4.198, cf. PMag.4.2071, 7.593, frec. c. ac. de rel. μένος ἄσχετοι υἷες Ἀχαιῶν Od.3.104, cf. 2.85, 20.19, tb. de animales ταύρου ... μένος ἀσχέτου Hes.Th.832, ὄφις Nonn.D.4.379
•neutr. sg. o plu. como adv. inconteniblemente ἱμερθείς A.R.4.1738, cf. 1087, AP 5.272.2 (Paul.Sil.), Nonn.D.44.67.
2 irresistible, insoportable de abstr. πένθος Il.16.549, 24.708, κάκον Alc.364.1, μῦθος A.R.1.1334, φλόξ A.R.3.1048, ἕλκος Bio 1.40, δίψος Luc.Dips.9, πῆμα Q.S.1.370, ἠελίοιο ... αἴγλη Nonn.D.37.535.
3 intransitable κέλευθος D.P.474.
4 incomprensible μεταδόσεις entre el Padre y el Hijo, Dion.Ar.DN M.3.644A.
II 1que no forma unidad ὁ ἀμφορεὺς καὶ ὁ οἶνος Phlp.in Ph.533.4
•subst. τὸ ἄ. falta de unidad τῆς ὕλης Procl.in Cra.57.29.
2 no relacionado c. πρὸς y ac. ἀσχέτου αὐτοῦ ὄντος πρὸς τὰ μετ' αὐτόν (ὁ θεός) Porph.in Prm.3.35, cf. Procl.in Cra.61.20, Dexipp.in Cat.51.21
•absoluto, independiente (ὀνόματα) ἀπόλυτά τε καὶ ἄσχετα Gr.Nyss.Eun.1.568, del alma en rel. c. el cuerpo, Iul.Or.8.163b
•no alcanzado c. gen. πρὸς τὸ κρεῖττον ἐστράφθαι καὶ ἄσχετον εἶναι τοῦ χείρονος Synes.Insomn.10.
III adv. -ως
1 inconteniblemente τὸ ἀ. ἀεὶ ῥέον lo que fluye siempre sin obstáculo def. de la ἀρετή por falsa etim., Pl.Cra.415d, θρηνοῦσα ... ἀ. D.P.Au.2.8, αὐτοὺς ἀ. ἔχοντας τοῦ δρόμου App.BC 4.129.
2 sin condicionamientos πᾶν ... τὸ τῷ εἶναι ποιοῦν ἀ. ποιεῖ Procl.Inst.122, cf. in Cra.70, ἀ. προνοεῖν Marin.Procl.18.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἄσχετος, -ον)
αυτός που δεν έχει καμία σχέση με άλλον
αρχ.-μσν.
1. ακράτητος, ασυγκράτητος
2. ακαταμάχητος
3. απεριόριστος, υπέρμετρος
4. απόλυτος
νεοελλ.
αδαής, ακατατόπιστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + (θ.) σχ-, έσχον (αόρ. β' του έχω)].
Greek Monotonic
ἄσχετος: Επικ. επίσης ἀά-σχετος, -ον (σχεῖν), ακατάσχετος ή ακατανίκητος, ασυγκράτητος, απροσμάχητος, σε Όμηρ.
Russian (Dvoretsky)
ἄσχετος: v. l. ἀάσχετος 2
1) неудержимый, неукротимый (μένος Hom.);
2) невыносимый, нестерпимый (πένθος Hom.; δίψος Luc.).
Middle Liddell
σχεῖν
not to beheld in or checked, irrepressible, ungovernable, Hom.