ἐναυξάνω: Difference between revisions

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐναυξάνω''': [[κάμνω]] τι ν’ αὐξήσῃ, οἱ πόνοι... ἐπιθυμίαν... ἀρετῆς ἐνηύξησαν Ξεν. Κύν. 12. 9. ― Παθ., [[μετὰ]] δοτ., αὐξάνομαι, μεγαλώνω ἔν τινι, ἐναυξηθέντες τρυφῇ Ἡρῳδιαν. 2. 10· [[οὕτως]] ἐναύξομαι, διάφ. γρ. ἀντὶ τοῦ ἀέξομαι, Ἐμπεδ. 375.
|lstext='''ἐναυξάνω''': [[κάμνω]] τι ν’ αὐξήσῃ, οἱ πόνοι... ἐπιθυμίαν... ἀρετῆς ἐνηύξησαν Ξεν. Κύν. 12. 9. ― Παθ., μετὰ δοτ., αὐξάνομαι, μεγαλώνω ἔν τινι, ἐναυξηθέντες τρυφῇ Ἡρῳδιαν. 2. 10· [[οὕτως]] ἐναύξομαι, διάφ. γρ. ἀντὶ τοῦ ἀέξομαι, Ἐμπεδ. 375.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 12:55, 20 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐναυξάνω Medium diacritics: ἐναυξάνω Low diacritics: εναυξάνω Capitals: ΕΝΑΥΞΑΝΩ
Transliteration A: enauxánō Transliteration B: enauxanō Transliteration C: enafksano Beta Code: e)nauca/nw

English (LSJ)

aor. 1 ἐνηύξησα, A increase, ἐπιθυμίαν ἀρετῆς X.Cyn.12.9:— Pass., c. dat., grow in... τρυφῇ Hdn.2.10.6; ἐναύξομαι, v. l. for ἀέξομαι, Emp.106.

German (Pape)

[Seite 830] (s. αὐξάνω), darin vermehren, wachsen lassen, οἱ πόνοι ἐπιθυμίαν ἀρετῆς ἐνηύξησαν Xen. Cyn. 12, 9. – Pass., darin zunehmen, τινί, Sp., wie Hdn. 2, 10, 6.

Greek (Liddell-Scott)

ἐναυξάνω: κάμνω τι ν’ αὐξήσῃ, οἱ πόνοι... ἐπιθυμίαν... ἀρετῆς ἐνηύξησαν Ξεν. Κύν. 12. 9. ― Παθ., μετὰ δοτ., αὐξάνομαι, μεγαλώνω ἔν τινι, ἐναυξηθέντες τρυφῇ Ἡρῳδιαν. 2. 10· οὕτως ἐναύξομαι, διάφ. γρ. ἀντὶ τοῦ ἀέξομαι, Ἐμπεδ. 375.

French (Bailly abrégé)

faire croître dans ; Pass. croître dans.
Étymologie: ἐν, αὐξάνω.

Spanish (DGE)

1 acrecentar, incrementar (οἱ πόνοι) ἐπιθυμίαν δ' ἀρετῆς ἐνηύξησαν X.Cyn.12.9.
2 intr., en v. med.-pas. crecer, acrecentarse c. dat. de limitación ἐναυξηθέντες τῇ δυσχερείᾳ τοῦ βίου Them.Or.6.81b, (τρυφῇ) ἐναυξηθέντες Hdn.2.10.6, ταύτῃ ἐνηυξήθη τῇ πίστει Gr.Nyss.Flacill.489.15.

Greek Monolingual

ἐναυξάνω (Α)
προκαλώ αύξηση, αυξάνω, μεγαλώνω («οἱ πόνοι... ἐπιθυμίαν ἀρετής ἐνηύξησαν», Ξεν.)
2. παθ. ἐναυξάνομαι
μεγαλώνω, αυξάνομαι, αποκτώ επίδοση σε κάτι.

Greek Monotonic

ἐναυξάνω: μέλ. -αυξήσω, αυξάνω, μεγαλώνω, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἐναυξάνω: содействовать росту, увеличивать, усиливать (ἐπιθυμίαν ἀρετῆς Xen.).

Middle Liddell

fut. -αυξήσω
to increase, enlarge, Xen.