ἐπιτροχάδην: Difference between revisions

From LSJ

Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖModestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist

Menander, Monostichoi, 328
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0997.png Seite 997]] darüber hinlaufend, ἀγορεύειν, eilig u. obenhin, kurz, Il. 3, 213 Od. 18, 26; D. Hal. verbindet [[ἐπιτροχάδην]] καὶ κεφαλαιωδῶς ἐπιτιθέναι τι C. V. p. 103; a. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0997.png Seite 997]] darüber hinlaufend, ἀγορεύειν, eilig u. obenhin, kurz, Il. 3, 213 Od. 18, 26; D. Hal. verbindet [[ἐπιτροχάδην]] καὶ κεφαλαιωδῶς ἐπιτιθέναι τι C. V. p. 103; a. Sp.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />en courant ; rapidement, brièvement.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπίτροχος]], -δην.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπιτροχάδην''': ᾰ, Ἐπίρρ., ἦ τοι μὲν [[Μενέλαος]] [[ἐπιτροχάδην]] ἀγόρευε, συντόμως, «παρατρέχων τὰ πολλὰ καὶ τὰ καίρια μόνον λέγων» (Σχόλ.), Ἰλ. Γ. 213· ὢ [[πόποι]], ὡς ὁ μολοβρὸς [[ἐπιτροχάδην]] ἀγορεύει, «[[ἐσπευσμένως]]» (Σχόλ.), «κατ’ ἐπιδρομὴν» (Εὐστ.), Ὀδ. Σ. 26.
|lstext='''ἐπιτροχάδην''': ᾰ, Ἐπίρρ., ἦ τοι μὲν [[Μενέλαος]] [[ἐπιτροχάδην]] ἀγόρευε, συντόμως, «παρατρέχων τὰ πολλὰ καὶ τὰ καίρια μόνον λέγων» (Σχόλ.), Ἰλ. Γ. 213· ὢ [[πόποι]], ὡς ὁ μολοβρὸς [[ἐπιτροχάδην]] ἀγορεύει, «[[ἐσπευσμένως]]» (Σχόλ.), «κατ’ ἐπιδρομὴν» (Εὐστ.), Ὀδ. Σ. 26.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />en courant ; rapidement, brièvement.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπίτροχος]], -δην.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth

Revision as of 15:32, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιτροχάδην Medium diacritics: ἐπιτροχάδην Low diacritics: επιτροχάδην Capitals: ΕΠΙΤΡΟΧΑΔΗΝ
Transliteration A: epitrochádēn Transliteration B: epitrochadēn Transliteration C: epitrochadin Beta Code: e)pitroxa/dhn

English (LSJ)

[ᾰ], Adv. A trippingly, fluently, glibly: in Hom. only in phrase ἐ. ἀγορεύειν Il.3.213, Od.18.26. II cursorily, D.H. Amm.2.2, Man.1.11.

German (Pape)

[Seite 997] darüber hinlaufend, ἀγορεύειν, eilig u. obenhin, kurz, Il. 3, 213 Od. 18, 26; D. Hal. verbindet ἐπιτροχάδην καὶ κεφαλαιωδῶς ἐπιτιθέναι τι C. V. p. 103; a. Sp.

French (Bailly abrégé)

adv.
en courant ; rapidement, brièvement.
Étymologie: ἐπίτροχος, -δην.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιτροχάδην: ᾰ, Ἐπίρρ., ἦ τοι μὲν Μενέλαος ἐπιτροχάδην ἀγόρευε, συντόμως, «παρατρέχων τὰ πολλὰ καὶ τὰ καίρια μόνον λέγων» (Σχόλ.), Ἰλ. Γ. 213· ὢ πόποι, ὡς ὁ μολοβρὸς ἐπιτροχάδην ἀγορεύει, «ἐσπευσμένως» (Σχόλ.), «κατ’ ἐπιδρομὴν» (Εὐστ.), Ὀδ. Σ. 26.

English (Autenrieth)

glibly, fluently, Il. 3.213, Od. 18.26.

Greek Monolingual

(AM ἐπιτροχάδην) τροχάδην
επίρρ. βιαστικά, χωρίς πολλή προσοχή, σύντομα, με σπουδή, στα πεταχτά (α. «επιτροχάδην ερμηνεία» — ερμηνεία βιαστική, χωρίς να προηγηθεί λεπτομερής γλωσσική επεξεργασία
β. «διάβασα το έγγραφο επιτροχάδην» γ. «ἐπιτροχάδην ἀγόρευεν», Ομ. Ιλ.).

Greek Monotonic

ἐπιτροχάδην: [ᾰ], (ἐπιτρέχω), επίρρ., ανάλαφρα, πεταχτά, αβίαστα, εύστροφα, ετοιμόλογα, σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιτροχάδην: (ᾰ) adv. быстро, торопливо (ἀγορεύειν Hom.).