ἐχέμυθος: Difference between revisions
From LSJ
κοινὸν τύχη, γνώμη δὲ τῶν κεκτημένων → good luck is anyone's, judgment belongs only to those who possess it
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=echemythos | |Transliteration C=echemythos | ||
|Beta Code=e)xe/muqos | |Beta Code=e)xe/muqos | ||
|Definition=ον, | |Definition=ον, [[taciturn]], in Sup., Suid. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:52, 24 August 2022
English (LSJ)
ον, taciturn, in Sup., Suid.
German (Pape)
[Seite 1124] die Rede an sich haltend, verschwiegen, schweigsam, Sp., nach dem homerischen ἀλλ' ἔχετ' ἐν φρεσὶ μῦθον gebildet.
Greek (Liddell-Scott)
ἐχέμῡθος: -ον, κρατῶν τὸ μυστικόν, ὡς τὸ τοῦ Ὁμ. (Ὀδ. Τ. 502) ἀλλ’ ἔχε σιγῇ μῦθον, Γρηγ. Νύσσ. τ. 2. σ. 219Α, πρβλ. Φώτ., Σουΐδ. καὶ Ζωναρ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
silencieux, discret, réservé.
Étymologie: ἔχω, μῦθος.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ ἐχέμυθος, -ον)
αυτός που κρατάει για τον εαυτό του το μυστικό που του έχει εμπιστευθεί κάποιος, ο μυστικός, ο σιωπηλός
αρχ.
μυθικός, μυθώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εχε- (< έχω I) + μύθος].
Greek Monotonic
ἐχέμῡθος: -ον, αυτός που περιορίζει τα λόγια του, λιγόλογος, λιγομίλητος, επιφυλακτικός, σιωπηλός.