ἰθαρός: Difference between revisions
Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἰθαρός]], -ά, -όν (Α)<br /><b>1.</b> [[εύθυμος]], [[χαρωπός]]<br /><b>2.</b> [[καθαρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ἰθ</i>- του ρ. <i>ἰθ</i>-[[αίνω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[αρός]] ( | |mltxt=[[ἰθαρός]], -ά, -όν (Α)<br /><b>1.</b> [[εύθυμος]], [[χαρωπός]]<br /><b>2.</b> [[καθαρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ἰθ</i>- του ρ. <i>ἰθ</i>-[[αίνω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[αρός]] ([[πρβλ]]. <i>μι</i>-[[αρός]])<br />συνδέεται με το ινδοϊρανικό <i>idhra</i>- «[[καθάριος]]». Η λ. χρησιμοποιήθηκε ως επίθ. της λ. [[κρήνη]], αποτελεί [[γλώσσα]] του <b>Ησύχ.</b> και μαρτυρείται ως κύριο όν. [[κυρίως]] στη Μικρά Ασία [[αλλά]] και στη μυκηναϊκή (ως ανθρωπωνύμιο) με τη [[μορφή]] <i>Itarajo</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 16:20, 23 August 2021
English (LSJ)
[ῐ], ά, όν, A cheerful, glad, in Comp. -ώτερος Alc.Supp.4.18. II pure, κρᾶναι Simm.25.6; cf. ἰθαραῖς· ταχείαις, κούφαις, ἱλαραῖς, καλαῖς, καθαραῖς, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1245] wird von Hesych. sowohl "schnell", "leicht", als auch "rein", "heiter" erkl.; νάματα Simmi. (XV, 22). Vgl. das Vor.
Greek (Liddell-Scott)
ἰθαρός: ά, όν. παρ’ Ἡσυχ. «ἰθαραῖς· ταχείαις, κούφαις, ἱλαραῖς, καλαῖς, καθαραῖς», ὧν ἡ τελευταία σημασία ἐν Ἀνθ. Π. 15. 22, 10, κρανᾶν ἰθαρᾶν νᾶμα· - ἶθαρ, ὅπερ ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει «εὐθέως, ταχέως», εἶναι ἁπλῶς τό Ὁμηρικὸν εἶθαρ.
Greek Monolingual
ἰθαρός, -ά, -όν (Α)
1. εύθυμος, χαρωπός
2. καθαρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ἰθ- του ρ. ἰθ-αίνω + κατάλ. -αρός (πρβλ. μι-αρός)
συνδέεται με το ινδοϊρανικό idhra- «καθάριος». Η λ. χρησιμοποιήθηκε ως επίθ. της λ. κρήνη, αποτελεί γλώσσα του Ησύχ. και μαρτυρείται ως κύριο όν. κυρίως στη Μικρά Ασία αλλά και στη μυκηναϊκή (ως ανθρωπωνύμιο) με τη μορφή Itarajo].
Russian (Dvoretsky)
ἰθᾰρός: (ῑ) чистый, прозрачный (νάματα Anth.).
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: cheerful, clear
See also: s. αἰθήρ, αἴθω.
Frisk Etymology German
ἰθαρός: {itharós}
Meaning: heiter, klar, rein (Alk., Simm., AP)
See also: s. αἰθήρ und αἴθω.
Page 1,715