ὀξίνης: Difference between revisions

From LSJ

Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit

Menander, Monostichoi, 449
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "ί˘" to "ῐ́")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὀξί˘νης, ου, ὁ,<br />[[sharp]], [[sour]], [[tart]], Ar.
|mdlsjtxt=ὀξῐ́νης, ου, ὁ,<br />[[sharp]], [[sour]], [[tart]], Ar.
}}
}}

Revision as of 09:10, 7 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀξίνης Medium diacritics: ὀξίνης Low diacritics: οξίνης Capitals: ΟΞΙΝΗΣ
Transliteration A: oxínēs Transliteration B: oxinēs Transliteration C: oksinis Beta Code: o)ci/nhs

English (LSJ)

[ῐ], ου, ὁ, A sharp, sour, χυμός Plu.2.913b (codd. Wyttenb., ὀξὺν codd. Bernardak.) ; ὀξίνης (sc. οἶνος), ὁ, sour wine, Hermipp.91, Thphr.HP9.11.1 ; ὀ. οἶνος Hp.Vict.2.52 (in pl. ὀξίναι), Thphr.HP 9.20.4, Diph.82 : distd. from ὄξος, Plu.2.732b,1047e. 2 metaph., sour-tempered, tart, πολίτης Ar.Eq.1304 ; θυμός Id.V.1082.—In Gp. 6.4.2 and Phryn. PSp.92 B., we find ὄξινος :—also ὄξυνος v. l. in Gp. l.c.

German (Pape)

[Seite 351] ὁ, οἶνος, saurer Wein, Krätzer, dem χρηστὸς οἶνος entgeggstzt, Plut. de tranq. anim. 8; und adjectiv., χυμός, herb, als eigenthümlicher Geschmack des unreifen Weines bezeichnet, der nachher in den οἰνώδης übergeht, doch auch den ῥοιαί u. μῆλα beigelegt, Qu. nat. 5, während πικρός von der Olive gilt. – Übertr., θυμός, Ar. Vesp. 1082, u. von Menschen ὁ ὀξ., der Sauertopf, mürrisch, grämlich, Equ. 1301.

Greek (Liddell-Scott)

ὀξίνης: [ῐ], -ου, «ξινός», χυμὸς Πλούτ. 2. 913Β· - ὀξίνης (ἐξυπ. οἶνος), ὁ, ξινὸν κρασί, Ἕρμιππ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 11, 1· ὀξ. οἶνος αὐτόθι 9. 20, 4, Δίφιλος ἐν «Φιλαδέλφοις» 2· - διακρίνεται ἀπὸ τοῦ ὄξους, Πλούτ. 2. 732Β, 1047Ε. 2) μεταφορ., ὁ ἔχων δυσάρεστον χαρακτῆρα, δύστροπος, πολίτης Ἀριστοφ. Ἱππ. 1304· θυμὸς ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 1082. - Ἐν Γεωπ. 6. 4, 5, ἔχομεν τὸν τύπον ὄξινος.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
aigre, sur.
Étymologie: ὀξύς.

Greek Monolingual

ὀξίνης, ὁ (Α)
1. ως επίθ., (για κρασί) αυτός που έχει όξινη γεύση, ξινόςὀξίνης οἶνος», Ιπποκρ.)
2. ως ουσ. κρασί με όξινη γεύση, που διακρίνεται από το ξίδι
3. μτφ. κακός χαρακτήρας, δύστροπος, ενοχλητικός, δυσάρεστος («ἄνδρα μοχθηρὸν πολίτην, ὀξίνην ὑπέρβολον», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄξος «ξίδι» + επίθημα -ίνης (πρβλ. ελαφ-ίνης, κεγχρ-ίνης)].

Greek Monotonic

ὀξίνης: [ῐ], -ου, ὁ, οξύς, ξινός, δριμύς, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ὀξίνης: ου (ῐ) adj. m
1) кислый, терпкий или острый (χυμός Plut.);
2) угрюмый, брюзгливый (θυμός Arph.).
ου ὁ
1) (sc. οἷνος) прокисшее или кислое вино Plut.;
2) (sc. ἀνήρ) брюзга, ворчун Arph.

Middle Liddell

ὀξῐ́νης, ου, ὁ,
sharp, sour, tart, Ar.