μονώψ: Difference between revisions

From LSJ

οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μονώψ]], -ῶπος, ιων. τ. [[μουνώψ]], ὁ, ἡ και [[μόνωπος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει έναν μόνο οφθαλμό, [[μονόφθαλμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ωψ</i> / -<i>ωπος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ὤψ</i>, <i>ὠπός</i>«[[οφθαλμός]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>κελαιν</i>-<i>ώψ</i>].
|mltxt=[[μονώψ]], -ῶπος, ιων. τ. [[μουνώψ]], ὁ, ἡ και [[μόνωπος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει έναν μόνο οφθαλμό, [[μονόφθαλμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ωψ</i> / -<i>ωπος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ὤψ</i>, <i>ὠπός</i>«[[οφθαλμός]]»), [[πρβλ]]. <i>κελαιν</i>-<i>ώψ</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 15:23, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονώψ Medium diacritics: μονώψ Low diacritics: μονώψ Capitals: ΜΟΝΩΨ
Transliteration A: monṓps Transliteration B: monōps Transliteration C: monops Beta Code: monw/y

English (LSJ)

ῶπος (on the accent cf. Hdn.Gr.1.247), Ion. μουνώψ, ὁ, ἡ, A one-eyed, of the Cyclopes, E.Cyc.21,648; μουνῶπα στρατόν, of the Arimaspi, A.Pr. 804: neut. pl. μονῶπα Call.Fr.28.2P. 2 μόνωψ, , bandage for one eye, Heliod. ap. Orib.48.41 tit.

German (Pape)

[Seite 206] ῶπος, einäugig, poet.; μουνῶπα στρατὸν Ἀριμασπόν, Aesch. Prom. 806; von den Kyklopen, Eur. Cycl. 21. 644 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μονώψ: -ῶπος, (οὐχὶ μόνωψ. Ἀρκάδ. 94. 26, πρβλ. τυφλώψ), Ἰων. μουνώψ, ὁ, ἡ, μονόφθαλμος, ἐπὶ τῶν Κυκλώπων, Εὐρ. Κύκλ. 21, 648· ἐπὶ τῶν Ἀριμασπῶν, Αἰσχύλ. Πρ. 804, ἐν τῷ Ἰων. τύπῳ: πρβλ. μονόμματος. - Ἴδε Κόντου Φιλ. Ποικ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 28.

French (Bailly abrégé)

ῶπος (ὁ, ἡ)
qui n’a qu’un œil.
Étymologie: μόνος, ὤψ.

Greek Monolingual

μονώψ, -ῶπος, ιων. τ. μουνώψ, ὁ, ἡ και μόνωπος, -ον (Α)
αυτός που έχει έναν μόνο οφθαλμό, μονόφθαλμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -ωψ / -ωπος (< ὤψ, ὠπός«οφθαλμός»), πρβλ. κελαιν-ώψ].

Greek Monotonic

μονώψ: Ιων. μουνώψ, -ῶπος, ὁ, ἡ, μονόφθαλμος, σε Αισχύλ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

μονώψ: ион. μουνώψ, ῶπος adj. одноглазый (Κύκλωψ Eur.).

Middle Liddell

μον-ώψ, ιονιξ μουνώψ, ῶπος, ὁ, ἡ,
one-eyed, Aesch., Eur.