ἀλγινόεις: Difference between revisions
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=(ἀλγῐνόεις) -εσσα, -εν | |dgtxt=(ἀλγῐνόεις) -εσσα, -εν<br /><b class="num">• Grafía:</b> graf. ἀλγειν- Sud.<br /><b class="num">1</b> [[doloroso]], [[penoso]] Πόνος Hes.<i>Th</i>.226, Οἰζύς Hes.<i>Th</i>.214, ὁδός Mimn.11.2, πυκτοσύνη Xenoph.2.4, νόσος <i>AP</i> 7.232 (Antip.Sid.), cf. Stesich.10<i>S</i>.<br /><b class="num">•</b>[[que trae dolor]] [[δαίμων]] A.R.4.64, κέντρον Nic.<i>Th</i>.769, στάσις Orph.<i>H</i>.33.3.<br /><b class="num">2</b> [[dolorido]], [[doliente]] κρόταφος Q.S.11.45, cf. 57, [[γενέθλη]] Man.6.681. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 10:15, 20 July 2021
English (LSJ)
εσσα, εν, A painful, grievous, Hes.Th.214,226, Mimn.11, Xenoph.2.4, A.R.4.64 : in pass. sense, κρόταφος, τένων, Q.S.11.45,57.
German (Pape)
[Seite 90] εσσα, εν, schmerzlich, ὀϊζύς Hes. Th. 214; πόνος 226, d. i. mühevoll; νόσος Anyt. 20 (VII, 282); sp. D.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλγῐνόεις: εσσα, εν, (ἄλγος) ὀδυνηρός, θλιβερός, Ἡσ. Θ. 214, 226, Μίμνερμ. 11, Ξενοφάν. 2, 4.
French (Bailly abrégé)
όεσσα, όεν;
douloureux.
Étymologie: ἄλγος.
Spanish (DGE)
(ἀλγῐνόεις) -εσσα, -εν
• Grafía: graf. ἀλγειν- Sud.
1 doloroso, penoso Πόνος Hes.Th.226, Οἰζύς Hes.Th.214, ὁδός Mimn.11.2, πυκτοσύνη Xenoph.2.4, νόσος AP 7.232 (Antip.Sid.), cf. Stesich.10S.
•que trae dolor δαίμων A.R.4.64, κέντρον Nic.Th.769, στάσις Orph.H.33.3.
2 dolorido, doliente κρόταφος Q.S.11.45, cf. 57, γενέθλη Man.6.681.
Greek Monolingual
ἀλγινόεις, -εσσα, -εν (Α)
1. αλγεινός, οδυνηρός
2. οικτρός, θλιβερός, άθλιος, δυστυχής
3. επίμοχθος, κοπιαστικός, οχληρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄλγος
λ. ποιητική που πλάστηκε για λόγους μετρικούς, πιθ. αναλογικά προς το επίθ. ἀργινόεις].
Greek Monotonic
ἀλγῐνόεις: -εσσα, -εν (ἄλγος), επώδυνος, θλιβερός, σε Ησίοδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀλγῐνόεις: όεσσα, όεν мучительный, тяжелый (ὀϊζύς, πόνος Hes., νόσος Anth.).