ζευγοτρόφος: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
m (LSJ2 replacement)
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ζευγοτρόφος]], -ον (Α)<br />αυτός που τρέφει, που έχει στην [[κατοχή]] του [[ζευγάρι]] ίππων ή βοδιών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ζεύγος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τρόφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρέφω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ιχθυο</i>-<i>τρόφος</i>, <i>κτηνο</i>-<i>τρόφος</i>].
|mltxt=[[ζευγοτρόφος]], -ον (Α)<br />αυτός που τρέφει, που έχει στην [[κατοχή]] του [[ζευγάρι]] ίππων ή βοδιών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ζεύγος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τρόφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρέφω]]), [[πρβλ]]. <i>ιχθυο</i>-<i>τρόφος</i>, <i>κτηνο</i>-<i>τρόφος</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 09:15, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζευγοτρόφος Medium diacritics: ζευγοτρόφος Low diacritics: ζευγοτρόφος Capitals: ΖΕΥΓΟΤΡΟΦΟΣ
Transliteration A: zeugotróphos Transliteration B: zeugotrophos Transliteration C: zevgotrofos Beta Code: zeugotro/fos

English (LSJ)

ον, keeping a yoke of beasts, IG2². 1576.73 (iv BC), Plu. Per. 12.

German (Pape)

[Seite 1138] ein Gespann Pferde haltend, Plut. Pericl. 12.

Greek (Liddell-Scott)

ζευγοτρόφος: -ον, τρέφων ζεῦγος κτηνῶν, Πλούτ. Περικλ. 12.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui entretient un attelage.
Étymologie: ζεῦγος, τρέφω.

Greek Monolingual

ζευγοτρόφος, -ον (Α)
αυτός που τρέφει, που έχει στην κατοχή του ζευγάρι ίππων ή βοδιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζεύγος + -τρόφος (< τρέφω), πρβλ. ιχθυο-τρόφος, κτηνο-τρόφος].

Greek Monotonic

ζευγοτρόφος: -ον, αυτός που εκτρέφει ζευγάρι ζώων, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ζευγοτρόφος: (со)держащий пару упряжных животных Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ζευγοτρόφος -ον [ζεῦγος, τρέφω] verzorger van trekossen. Plut. Per. 12.6.

Middle Liddell

ζευγο-τρόφος, ον
keeping a yoke of beasts, Plut.