αἶψα: Difference between revisions
Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist
m (Text replacement - "q.v." to "q.v.") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''αἶψα''': ἐπίρρ., [[ταχέως]], | |lstext='''αἶψα''': ἐπίρρ., [[ταχέως]], μετὰ ταχύτητος, [[αἴφνης]], [[εὐθύς]], συχνὸν παρ’ Ὁμήρῳ ([[ὅστις]] συνδέει αὐτό· [[αἶψα]] [[μάλα]], [[αἶψα]] δ’ [[ἔπειτα]], Ἰλ. Δ. 70, Ὀδ. Ο. 193, = ἀμέσως, μετὰ [[ταῦτα]])· οὕτω καὶ Θέογν. 663, Σόλων 2, Πινδ. Π. 4. 237, Αἰσχύλ. Ἱκ. 481 (ἐν διαλόγῳ)· σπάνιον παρ’ ἄλλοις ποιηταῖς, καὶ [[οὐδαμοῦ]] παρὰ τοῖς πεζοῖς. (Ἐντεῦθεν [[αἰψηρός]], [[λαιψηρός]], ἃ ἰδέ). | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 11:25, 20 April 2021
English (LSJ)
(Boeot. ἦψα prob. in corinn.BKT5(2).36), Adv. A quick, forthwith, on a sudden, freq. in Hom. (also αἶψα μάλα, αἶψα δ' ἔπειτα, Il.4.70, Od.15.193), cf. Sapph.1.13, Thgn.663, Sol.2, Pi.P.4.133, Emp.35.14, A.Supp.481.—Poet., exc. in Mon.Ant.18.322 (Gortyn).
Greek (Liddell-Scott)
αἶψα: ἐπίρρ., ταχέως, μετὰ ταχύτητος, αἴφνης, εὐθύς, συχνὸν παρ’ Ὁμήρῳ (ὅστις συνδέει αὐτό· αἶψα μάλα, αἶψα δ’ ἔπειτα, Ἰλ. Δ. 70, Ὀδ. Ο. 193, = ἀμέσως, μετὰ ταῦτα)· οὕτω καὶ Θέογν. 663, Σόλων 2, Πινδ. Π. 4. 237, Αἰσχύλ. Ἱκ. 481 (ἐν διαλόγῳ)· σπάνιον παρ’ ἄλλοις ποιηταῖς, καὶ οὐδαμοῦ παρὰ τοῖς πεζοῖς. (Ἐντεῦθεν αἰψηρός, λαιψηρός, ἃ ἰδέ).
French (Bailly abrégé)
adv.
promptement, aussitôt : αἶψα μάλα IL tout aussitôt.
Étymologie: cf. αἴφνης.
English (Autenrieth)
forthwith, at once, directly; αἶψα δ' ἔπειτα, αἶψα μάλα, αἶψα καὶ ὀτραλέως. αἶψά τε, speedily, in general statements, Od. 19.221.
English (Slater)
αἶψα
1 quickly αἶψα δἀπὸ κλισιᾶν ὦρτο (P. 4.133) (αἰετός) ὃς ἔλαβεν αἶψα δαφοινὸν ἄγραν ποσίν (N. 3.81) frag., ]αἶψ[ Πα. 22e. 8. ]αἶψα μετ[ Δ. 4h. 3.
Spanish (DGE)
(αἶψᾰ) • Alolema(s): cret. αἶπσα ICr.4.91.1 (Gortina V a.C.)
al punto, rápidamente, en seguida, αἶψα μαλ' ... ἐλθέ Il.4.70, cf. 1.303, αἶψα δ' ἔπειτα Od.15.193, Hes.Sc.465, αἶ. δὲ δεῖπνον ἕλοντο Od.9.86, αἶ. ... κατέπαυσεν Hes.Th.87, οὐδ' αἶψα λιμὸν οἰκίης ἀπώσεται Semon.8.101, νεφέλας αἶ. διεσκέδασεν Sol.1.18, αἶ. δ' ἀπολήγουσ' ἄνεμοι Theoc.22.19, αἶ. γὰρ φάτις γένοιτο Sol.2.5, cf. Thgn.663, Pi.P.4.133, Emp.B 35.14, A.Supp.481, αἶψα δὲ κυμαίνουσαν ἀπαίνυτο χυτρίδα κοίλην Call.Fr.244, αἶψα γὰρ ἦλθεν στιβήεις ἄγχαυρος Call.SHell.288.63, αἶπσα [δ] ὲ Ϝεργακσάμενος ICr.l.c., cf. Hes.Op.45, Tyrt.8.21, Sapph.1.13, αἶ. θανὼν μετὰ ... tras morir justo después de ..., IG 14.63.1 (Siracusa V d.C.).
• Etimología: Cf. αἰπύς.
Greek Monolingual
αἶψα επίρρ. (Α)
1. αμέσως, γρήγορα, ευθύς
2. ξαφνικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μπορεί να παράγεται από τ. αἰπ-σ-ӑ, που σημασιολογικά (γρήγορος, απότομος, ξαφνικός) και μορφολογικά συνδέεται πιθ. με τη ρίζα τών λ. αἶπος, αἰπὺς (πρβλ. και το επίρρ. αἴφνης). Οπωσδήποτε, η παρουσία του -σ- είναι δυσερμήνευτη.
ΠΑΡ. αρχ. αἰψηρός.
Greek Monotonic
αἶψα: επίρρ., γρήγορα, με ταχύτητα, αστραπιαία, ξαφνικά, σε Όμηρ.
Russian (Dvoretsky)
αἶψα: adv. тотчас же, немедленно, быстро Hom., Aesch., Pind.
Frisk Etymological English
Grammatical information: adv.
Meaning: quickly, suddenly (Il.)
Derivatives: αἰψηρός quick (Il.)
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Sommer IF 11, 243 connected the word with αἰπύς (steep, q.v.) as *αἰπ-σ-α; rather with Fur. 158 as a substr. word with lab. \/ ψ. Frisk added: "Hierher wohl auch αἴφνης aus *αἰπ-σ-να-ς." Fur. further connects ἐξαίφνης. ἐξαπίνης, ἄφαρ, ἄφνω; see Beekes, Pre-Greek.
Middle Liddell
quick, with speed, on a sudden, Hom.
Frisk Etymology German
αἶψα: {aĩpsa}
Grammar: Adv.
Meaning: schnell, plötzlich (Hom., poet.),
Derivative: davon αἰψηρός schnell, rasch (Hom., Pi. u. a.; zur Bildung Schwyzer 482:7, Chantraine Formation 232).
Etymology : Wahrscheinlich mit Sommer IF 11, 243 zu αἶπος, αἰπύς ("jäh") als *αἰπσ-α; wegen des auslautenden -α vgl. Schwyzer 622f. Hierher wohl auch αἴφνης aus *αἰπσ-νας.
Page 1,48