πηρός: Difference between revisions
m (Text replacement - "q.v." to "q.v.") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=piros | |Transliteration C=piros | ||
|Beta Code=phro/s | |Beta Code=phro/s | ||
|Definition=(Dor. [[παρός|πᾱρός]] implied in [[ἔμπαρος]], [[παρόω]], | |Definition=(Dor. [[παρός|πᾱρός]] implied in [[ἔμπαρος]], [[παρόω]], [[quod vide|qq.v.]]), ά, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[disabled in a limb]], [[maimed]], <b class="b3">αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν</b> [the Muses] in their [[wrath]] made him [[helpless]] or [[blind]] or [[maim]]ed him (cf. <span class="bibl">Aesop.57</span>), <span class="bibl">Il.2.599</span>; πηρὸς ὁ μὲν γυίοις, ὁ δ' ἄρ' ὄμμασι <span class="title">AP</span>9.11 (Phil. or Isid.); πηραὶ τὰ σκέλεα <span class="bibl">Hp.<span class="title">Mul.</span>2.131</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> of the mind, <span class="bibl">Semon.7.22</span>; [[ἀμβλεῖς καὶ πηροί]] = [[dull]] and [[helpless]] <span class="bibl">Ph.1.624</span>; [[πηρὸς τῷ νῷ]] = [[mentally damaged]], [[brain-damaged]], [[of unsound mind]], [[not of sound mind]], [[of no sound mind]] Sch.<span class="bibl">Ar.<span class="title">Pl.</span>48</span>; [[πηροὶ οἱ λογισμοί]] = [[stupid]] [[thought]]s, [[lame]] [[argument]]s <span class="bibl">Luc.<span class="title">Am.</span>46</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 19:11, 5 February 2021
English (LSJ)
(Dor. πᾱρός implied in ἔμπαρος, παρόω, qq.v.), ά, όν, A disabled in a limb, maimed, αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν [the Muses] in their wrath made him helpless or blind or maimed him (cf. Aesop.57), Il.2.599; πηρὸς ὁ μὲν γυίοις, ὁ δ' ἄρ' ὄμμασι AP9.11 (Phil. or Isid.); πηραὶ τὰ σκέλεα Hp.Mul.2.131. 2 of the mind, Semon.7.22; ἀμβλεῖς καὶ πηροί = dull and helpless Ph.1.624; πηρὸς τῷ νῷ = mentally damaged, brain-damaged, of unsound mind, not of sound mind, of no sound mind Sch.Ar.Pl.48; πηροὶ οἱ λογισμοί = stupid thoughts, lame arguments Luc.Am.46.
German (Pape)
[Seite 611] an irgend einem Gliede gelähmt, verstümmelt, gebrechlich, debilis; bes. von Schwäche der Sinnenwerkzeuge, blind, Il. 2, 599 (Schol. ὁ κατά τι μέρος τοῦ σώματος βεβλαμμένος); u. so bei Sp., z. B. S. Emp. oft, vgl. VLL.; nach Hesych. auch – stumm; u. übertr., βεβλαμμένος τὴν διάνοιαν, stumpf-, blödsinnig, oft in der Anth.
Greek (Liddell-Scott)
πηρός: -ή, -όν, ὁ κατά τι μέρος τοῦ σώματος βεβλαμμένος, Λατ. mancus, αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν, [αἱ Μοῦσαι] κατέστησαν αὐτὸν ἀνίκανον, ἢ κατά τινας τυφλόν, Ἰλ. Β. 599, ἔνθα ἴδε Σχολ.· πηρὸς ὁ μὲν γυίοις, ὁ δ’ ἄρ’ ὄμμασι Ἀνθ. Π. 9. 11· πηραὶ τὰ σκέλεα Ἱππ. 647. 46. 2) ἐπὶ τοῦ νοῦ, Σιμωνίδ. Ἰαμβογρ. 6. 22· ἀμβλεῖς καὶ π. Φίλων 1. 624· π. τῷ νῷ Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 48· πηροὶ οἱ λογισμοὶ Λουκ. Ἔρωτ. 46.
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
estropié, privé de l’usage d’un membre ; particul. aveugle.
Étymologie: apparenté à πείρω, percer, mutiler ; sel. d’autres, p. *παϜρός, de la R. ΠαϜ, frapper ; v. παίω.
English (Autenrieth)
lame, mutilated; blind in Il. 2.599†.
Greek Monolingual
-ά, -όν, Α
1. αυτός που έχει ακρωτηριασμένο ένα μέλος του σώματός του, ανάπηρος, σακάτης («πηρὸς ὁ μὲν γυίοις, ὁ δ' ἄρ' ὄμμασι», Ανθ. Παλ.)
2. συνεκδ. ο πνευματικά ανάπηρος, ο διανοητικά ελαττωματικός, κουτός («ἀμβλεῑς καὶ πηροὶ», Φίλ.)
3. (για σκέψεις) ανόητος («πηροὶ οἱ λογισμοί», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ., άγνωστης ετυμολ., όπως συμβαίνει συχνά με λ. που αναφέρονται σε ατέλειες, αδυναμίες του σώματος. Έχει προταθεί η σύνδεση του πηρός με τη λ. πῆμα, η οποία, όμως, προσκρούει στην παρουσία μακρού -ᾱ- στους τ. πᾱρῶ / πηρῶ, πᾶρος / πῆρος. Στην περίπτωση αυτή θα έπρεπε να υποθέσουμε ότι το -α- του κρητικού τ. παρῶ είναι βραχύ, ενώ το μακρό -ᾱ- του πᾶρος οφείλεται σε μετρικούς λόγους. Το επίθ. πηρός είχε αρχικά τη σημ. «ασθενής, αδύναμος, ανάπηρος» και γενικότερα «αυτός που έχει ακρωτηριασμένο ένα μέλος», και μέσα από τη σημ. αυτή απέκτησε αργότερα και τη σημ. «τυφλός», η οποία δεν απαντά στον Όμηρο].
Greek Monotonic
πηρός: -ή, -όν, ανάπηρος σ' ένα μέλος, ακρωτηριασμένος, Λατ. mancus, σε Ομήρ. Ιλ., Ανθ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πηρός -ά -όν verminkt, ook geestelijk:. πηροὶ οἱ τῆς διανοίας λογισμοί; (wiens) verstandelijk redeneren (is zo) onzinnig [Luc.] 49.46.
Russian (Dvoretsky)
πηρός:
1) слепой Hom.;
2) увечный (π. γυίοις Anth.);
3) перен. бессильный, немощный (οἱ λογισμοί Luc.).
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: suffering from an infirmity, of the eyes blind (on this Fraenkel KZ 72, 182), of the limbs lame etc. (B 599, Semon., Hp., Luc.).
Other forms: Att. πῆρος after Hdn. Gr. 1, 190; cf. Schwyzer 383).
Compounds: Compp., e.g. πηρο-μελής crippled (AP), ἄ-πηρος unmaimed (Hdt.; Frisk Adj. priv. 13), opposite ἔμ-πηρος maimed, crippled (Hdt., Hp.; Strömberg Prefix Studies 122), ἔμπαρος ἔμπληκτος H.; with transition to the σ-stems ἀπηρής (A. R.), ἀπαρές ὑγιές, ἀπήρωτον. H.
Derivatives: Enlarged πηρώδης H. s. γυιός (beside νοσώδης). Denomin. πηρόομαι, -όω, Dor. παρ-, to be maimed, to maim (IA., Gortyn) with πήρ-ωσις f. maiming (IA.), -ωμα n. id., also maimed animal (Arist., Gal.). Backformation πᾶρος n. infirmity (Alc.; uncertain); cf. κῦρος, μάκρος.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Isolated. The usual connection with πῆμα (e.g. Bq, WP. 2, 8, Pok. 792), fails, as Wackernagel Unt. 235 n. 2 notes, from the vocalism: Dor. παρόω (Gortyn) etc. against πῆμα (Pi., S. in lyr.).
Middle Liddell
πηρός, ή, όν
disabled in a limb, maimed, Lat. mancus, Il., Anth.
Frisk Etymology German
πηρός: {pērós}
Forms: (att. πῆρος nach Hdn. Gr. 1, 190; vgl. Schwyzer 383)
Meaning: an einem Gebrechen leidend, von den Augen blind (dazu Fraenkel KZ 72, 182), von den Gliedern gelähmt usw. (B 599, Semon., Hp., Luk. u.a.).
Composita : Kompp., z.B. πηρομελής verkrüppelt (AP), ἄπηρος unverstümmelt (Hdt. u.a.; Frisk Adj. priv. 13), Gegensatz ἔμπηρος verstümmelt, verkrüppelt (Hdt., Hp.; Strömberg Prefix Studies 122), ἔμπαρος· ἔμπληκτος H.; mit Übergang in die σ-Stamme ἀπηρής (A. R.), ἀπαρές· ὑγιές, ἀπήρωτον. H.
Derivative: Erweiterung πηρώδης H. s. γυιός (neben νοσώδης). Denominativ πηρόομαι, -όω, dor. παρ-, verstümmelt werden, verstümmeln (ion. att., Gortyn) mit πήρωσις f. Verstümmelung (ion. att.), -ωμα n. ib., auch verstümmeltes Tier (Arist., Gal.). Rückbildung πᾶρος n. Gebrechen (Alk.; unsicher); vgl. κῦρος, μάκρος.
Etymology : Isoliert. Die gewöhnliche Verbindung mit πῆμα (z.B. Bq, WP. 2, 8, Pok. 792), scheitert, wie Wackernagel Unt. 235 A. 2 bemerkt, an dem Vokalismus: dor. παρόω (Gortyn) usw. gegenüber πῆμα (Pi., S. in lyr.).
Page 2,531