ὀλολυγμός: Difference between revisions

From LSJ

πάλαι ποτ' ἦσαν ἄλκιμοι Μιλήσιοι → the Milesians were mighty once

Source
mNo edit summary
m (Text replacement - "οῡντα" to "οῦντα")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[ὀλολυγμός]]) [[ολολύζω]]<br />[[ολολυγή]], [[σκούξιμο]], [[κλάμα]] με φωνές και κραυγές, [[γοερός]] [[θρήνος]], [[οδυρμός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> δυνατή [[κραυγή]], [[ιδίως]] τών [[γυναικών]], χαράς ή επίκλησης τών θεών («ὀλολυγμὸν εὐφημοῡντα [[τῆδε]] λαμπάδι ἐπορθιάζειν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> θριαμβευτικό [[άσμα]].
|mltxt=ο (Α [[ὀλολυγμός]]) [[ολολύζω]]<br />[[ολολυγή]], [[σκούξιμο]], [[κλάμα]] με φωνές και κραυγές, [[γοερός]] [[θρήνος]], [[οδυρμός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> δυνατή [[κραυγή]], [[ιδίως]] τών [[γυναικών]], χαράς ή επίκλησης τών θεών («ὀλολυγμὸν εὐφημοῦντα [[τῆδε]] λαμπάδι ἐπορθιάζειν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> θριαμβευτικό [[άσμα]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 20:05, 26 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλολῡγμός Medium diacritics: ὀλολυγμός Low diacritics: ολολυγμός Capitals: ΟΛΟΛΥΓΜΟΣ
Transliteration A: ololygmós Transliteration B: ololygmos Transliteration C: ololygmos Beta Code: o)lolugmo/s

English (LSJ)

ὁ, A loud cry, mostly of joy, in honour of the gods, ὀ. ἱρὸν . . παιώνισον A.Th.268 ; ὀ. εὐφημοῦντα τῇδε λαμπάδι ἐπορθιάζειν Id.Ag.28, cf. 595, E.Or.1137, LXX Ze.1.10, PMag.Lond.121.323 : pl., Epicur.Fr.143,419 ; song of triumph, ἐφυμνῆσαι . . ὀ. ἀνδρὸς θεινομένου A.Ch.387 (lyr.) ; rarely of lamentation, AP7.182 (Mel.).

German (Pape)

[Seite 325] ὁ, das laute Aufschreien, besonders der Frauen, vor Freude, u. um die Götter anzurufen; ὀλολυγμὸν ἱερὸν εὐμενῆ παιάνισον, Aesch. Spt. 250; γυναικείῳ νόμῳ ὀλολυγμὸν ἄλλος ἄλλοθεν κατὰ πτόλιν ἔλασκον, Ag. 581; Ch. 381; Eur. Or. 1137; Ar.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλολυγμός: ὁ, ἰσχυρὰ μετὰ λαρυγγισμοῦ κραυγή, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον χαρᾶς, εἰς τιμὴν τῶν θεῶν (πρβλ. ὀλολύζω), ὀλ. ἱρὸν ... παιάνισον Αἰσχύλ. Θήβ. 268· ὀλ. εὐφημοῦντα τῇδε λαμπάδι ἐπορθιάζειν ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 28, πρβλ. 595, Εὐρ. Ὀρ. 1137· ― θλίψεως δὲ μόνον ἐν Αἰσχύλ. Χο. 386, ἐφυμνῆσαι ... ὀλ. ἀνδρὸς θεινομένου.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
c. ὀλολυγή.
Étymologie: ὀλολύζω.

Spanish

lamento

Greek Monolingual

ο (Α ὀλολυγμός) ολολύζω
ολολυγή, σκούξιμο, κλάμα με φωνές και κραυγές, γοερός θρήνος, οδυρμός
αρχ.
1. δυνατή κραυγή, ιδίως τών γυναικών, χαράς ή επίκλησης τών θεών («ὀλολυγμὸν εὐφημοῦντα τῆδε λαμπάδι ἐπορθιάζειν», Αισχύλ.)
2. θριαμβευτικό άσμα.

Greek Monotonic

ὀλολυγμός: ὁ (ὀλολύζω), δυνατή φωνή με λαρυγγισμούς, κυρίως, χαρμόσυνη κραυγή, προς τιμή των θεών, σε Αισχύλ., Ευρ.· σπανίως, θρηνητική, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ὀλολῡγμός: ὁ Aesch., Eur., Plut. = ὀλολυγή.

Middle Liddell

ὀλολυγμός, οῦ, ὁ, ὀλολύζω
a loud crying, mostly a joyous cry, in honour of the gods, Aesch., Eur.;—rarely of lamentation, Aesch.

English (Woodhouse)

shout, cry of triumph, shout of triumph

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)