διατάζω: Difference between revisions

From LSJ
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")
m (Text replacement - "ταῑς " to "ταῖς ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[διατάσσω]] και διατάττω)<br /><b>1.</b> [[τακτοποιώ]], [[διευθετώ]]<br /><b>2.</b> [[δίνω]] [[εντολή]], [[προστάζω]] («καὶ ἐγένετο ὅτε ἐτέλεσεν ὁ Ἰησοῡς διατάσσων τοῖς [[δώδεκα]] μαθηταῑς αὐτοῦ», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <i>διατάξτε</i><br />[[απάντηση]] που δείχνει [[προθυμία]] για [[υπακοή]]<br /><b>2.</b> [[νουθετώ]], [[συμβουλεύω]] («γιατ' ήξερ' όλα τα πρεπά, πριχ' [[άλλος]] τον διατάξη», Ερωτόκριτος)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(-ομαι) [[κάνω]] [[διαθήκη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κατανομή]] [[εργασιών]]<br /><b>2.</b> [[τοποθετώ]] για [[μάχη]]<br /><b>3.</b> [[παραχωρώ]] αγρό για [[καλλιέργεια]] με τη [[συμφωνία]] να καταβάλλεται το [[μίσθωμα]] από το [[εισόδημα]] ή με ποσοστά από το [[εισόδημα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> [[διατάσσω]] <span style="color: red;"><</span> <i>διά</i> <span style="color: red;">+</span> [[τάσσω]]. Το νεοελλ. [[διατάζω]] μεταπλασμένος [[ενεστωτικός]] [[τύπος]] του [[διατάσσω]] από τον αόριστο <i>διέταξα</i>].
|mltxt=(AM [[διατάσσω]] και διατάττω)<br /><b>1.</b> [[τακτοποιώ]], [[διευθετώ]]<br /><b>2.</b> [[δίνω]] [[εντολή]], [[προστάζω]] («καὶ ἐγένετο ὅτε ἐτέλεσεν ὁ Ἰησοῡς διατάσσων τοῖς [[δώδεκα]] μαθηταῖς αὐτοῦ», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <i>διατάξτε</i><br />[[απάντηση]] που δείχνει [[προθυμία]] για [[υπακοή]]<br /><b>2.</b> [[νουθετώ]], [[συμβουλεύω]] («γιατ' ήξερ' όλα τα πρεπά, πριχ' [[άλλος]] τον διατάξη», Ερωτόκριτος)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(-ομαι) [[κάνω]] [[διαθήκη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κατανομή]] [[εργασιών]]<br /><b>2.</b> [[τοποθετώ]] για [[μάχη]]<br /><b>3.</b> [[παραχωρώ]] αγρό για [[καλλιέργεια]] με τη [[συμφωνία]] να καταβάλλεται το [[μίσθωμα]] από το [[εισόδημα]] ή με ποσοστά από το [[εισόδημα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> [[διατάσσω]] <span style="color: red;"><</span> <i>διά</i> <span style="color: red;">+</span> [[τάσσω]]. Το νεοελλ. [[διατάζω]] μεταπλασμένος [[ενεστωτικός]] [[τύπος]] του [[διατάσσω]] από τον αόριστο <i>διέταξα</i>].
}}
}}

Revision as of 08:55, 27 March 2021

Greek Monolingual

(AM διατάσσω και διατάττω)
1. τακτοποιώ, διευθετώ
2. δίνω εντολή, προστάζω («καὶ ἐγένετο ὅτε ἐτέλεσεν ὁ Ἰησοῡς διατάσσων τοῖς δώδεκα μαθηταῖς αὐτοῦ», ΚΔ)
νεοελλ.
1. διατάξτε
απάντηση που δείχνει προθυμία για υπακοή
2. νουθετώ, συμβουλεύω («γιατ' ήξερ' όλα τα πρεπά, πριχ' άλλος τον διατάξη», Ερωτόκριτος)
μσν.-αρχ.
(-ομαι) κάνω διαθήκη
αρχ.
1. κάνω κατανομή εργασιών
2. τοποθετώ για μάχη
3. παραχωρώ αγρό για καλλιέργεια με τη συμφωνία να καταβάλλεται το μίσθωμα από το εισόδημα ή με ποσοστά από το εισόδημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. διατάσσω < διά + τάσσω. Το νεοελλ. διατάζω μεταπλασμένος ενεστωτικός τύπος του διατάσσω από τον αόριστο διέταξα].