συνακολουθώ: Difference between revisions
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ") |
m (Text replacement - "ταῑς " to "ταῖς ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=συνακολουθῶ, -έω, ΝΜΑ [[ἀκολουθῶ]]<br /><b>1.</b> [[συνοδεύω]], [[ακολουθώ]] [[μαζί]] με άλλους ή από [[κοντά]] κάποιον<br /><b>2.</b> [[έπομαι]], [[είμαι]] [[επακολούθημα]], [[είμαι]] [[αποτέλεσμα]] (α. «[[μετά]] την [[απολογία]] του συνακολούθησε η [[σύλληψη]]» β. «συντέτακται καὶ συνακολουθεῑ τοῖς μὲν πλούτοις καὶ | |mltxt=συνακολουθῶ, -έω, ΝΜΑ [[ἀκολουθῶ]]<br /><b>1.</b> [[συνοδεύω]], [[ακολουθώ]] [[μαζί]] με άλλους ή από [[κοντά]] κάποιον<br /><b>2.</b> [[έπομαι]], [[είμαι]] [[επακολούθημα]], [[είμαι]] [[αποτέλεσμα]] (α. «[[μετά]] την [[απολογία]] του συνακολούθησε η [[σύλληψη]]» β. «συντέτακται καὶ συνακολουθεῑ τοῖς μὲν πλούτοις καὶ ταῖς δυναστείαις [[ἄνοια]] καὶ [[μετὰ]] ταύτης [[ἀκολασία]]», Ισοκρ.)<br /><b>3.</b> [[ακολουθώ]] τις απόψεις κάποιου, [[συμφωνώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παρακολουθώ]] με τον νου, με τη [[σκέψη]]<br /><b>2.</b> [[προκύπτω]]<br /><b>3.</b> [[μιμούμαι]] κάποιον<br /><b>4.</b> συσχετίζομαι, συνάπτομαι με κάποιον<br /><b>5.</b> <b>(λογ.)</b> περιέχομαι ως παρεπόμενο σε κάποιον όρο («ἀπολελυμένα τε γὰρ [[ἀλλήλων]] συμβαίνει, εἰ μὴ συνακολουθοῡσι καὶ αἱ ἀρχαί», <b>Αριστοτ.</b>). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=συνακολουθῶ, -έω, ΝΜΑ [[ἀκολουθῶ]]<br /><b>1.</b> [[συνοδεύω]], [[ακολουθώ]] [[μαζί]] με άλλους ή από [[κοντά]] κάποιον<br /><b>2.</b> [[έπομαι]], [[είμαι]] [[επακολούθημα]], [[είμαι]] [[αποτέλεσμα]] (α. «[[μετά]] την [[απολογία]] του συνακολούθησε η [[σύλληψη]]» β. «συντέτακται καὶ συνακολουθεῑ τοῖς μὲν πλούτοις καὶ | |mltxt=συνακολουθῶ, -έω, ΝΜΑ [[ἀκολουθῶ]]<br /><b>1.</b> [[συνοδεύω]], [[ακολουθώ]] [[μαζί]] με άλλους ή από [[κοντά]] κάποιον<br /><b>2.</b> [[έπομαι]], [[είμαι]] [[επακολούθημα]], [[είμαι]] [[αποτέλεσμα]] (α. «[[μετά]] την [[απολογία]] του συνακολούθησε η [[σύλληψη]]» β. «συντέτακται καὶ συνακολουθεῑ τοῖς μὲν πλούτοις καὶ ταῖς δυναστείαις [[ἄνοια]] καὶ [[μετὰ]] ταύτης [[ἀκολασία]]», Ισοκρ.)<br /><b>3.</b> [[ακολουθώ]] τις απόψεις κάποιου, [[συμφωνώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παρακολουθώ]] με τον νου, με τη [[σκέψη]]<br /><b>2.</b> [[προκύπτω]]<br /><b>3.</b> [[μιμούμαι]] κάποιον<br /><b>4.</b> συσχετίζομαι, συνάπτομαι με κάποιον<br /><b>5.</b> <b>(λογ.)</b> περιέχομαι ως παρεπόμενο σε κάποιον όρο («ἀπολελυμένα τε γὰρ [[ἀλλήλων]] συμβαίνει, εἰ μὴ συνακολουθοῡσι καὶ αἱ ἀρχαί», <b>Αριστοτ.</b>). | ||
}} | }} |
Revision as of 08:57, 27 March 2021
Greek Monolingual
συνακολουθῶ, -έω, ΝΜΑ ἀκολουθῶ
1. συνοδεύω, ακολουθώ μαζί με άλλους ή από κοντά κάποιον
2. έπομαι, είμαι επακολούθημα, είμαι αποτέλεσμα (α. «μετά την απολογία του συνακολούθησε η σύλληψη» β. «συντέτακται καὶ συνακολουθεῑ τοῖς μὲν πλούτοις καὶ ταῖς δυναστείαις ἄνοια καὶ μετὰ ταύτης ἀκολασία», Ισοκρ.)
3. ακολουθώ τις απόψεις κάποιου, συμφωνώ
αρχ.
1. παρακολουθώ με τον νου, με τη σκέψη
2. προκύπτω
3. μιμούμαι κάποιον
4. συσχετίζομαι, συνάπτομαι με κάποιον
5. (λογ.) περιέχομαι ως παρεπόμενο σε κάποιον όρο («ἀπολελυμένα τε γὰρ ἀλλήλων συμβαίνει, εἰ μὴ συνακολουθοῡσι καὶ αἱ ἀρχαί», Αριστοτ.).
Greek Monolingual
συνακολουθῶ, -έω, ΝΜΑ ἀκολουθῶ
1. συνοδεύω, ακολουθώ μαζί με άλλους ή από κοντά κάποιον
2. έπομαι, είμαι επακολούθημα, είμαι αποτέλεσμα (α. «μετά την απολογία του συνακολούθησε η σύλληψη» β. «συντέτακται καὶ συνακολουθεῑ τοῖς μὲν πλούτοις καὶ ταῖς δυναστείαις ἄνοια καὶ μετὰ ταύτης ἀκολασία», Ισοκρ.)
3. ακολουθώ τις απόψεις κάποιου, συμφωνώ
αρχ.
1. παρακολουθώ με τον νου, με τη σκέψη
2. προκύπτω
3. μιμούμαι κάποιον
4. συσχετίζομαι, συνάπτομαι με κάποιον
5. (λογ.) περιέχομαι ως παρεπόμενο σε κάποιον όρο («ἀπολελυμένα τε γὰρ ἀλλήλων συμβαίνει, εἰ μὴ συνακολουθοῡσι καὶ αἱ ἀρχαί», Αριστοτ.).