ἴασπις: Difference between revisions
Πρᾶττε τὰ σαυτοῦ, μὴ τὰ τῶν ἄλλων φρόνει → Tuas res age; alienas ne curaveris → Tu deine Pflicht, um die der andren sorg' dich nicht
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ") |
|||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὁ (ΑΜ [[ἴασπις]], ἡ)<br />[[πολύτιμος]] [[λίθος]], [[αδιαφανής]] [[ποικιλία]] του πυριτικού ορυκτού [[κερατόλιθος]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[οτιδήποτε]] θάλλει, ανθεί ή ευδοκιμεί («ἡ χλωρίζουσα [[ἴασπις]], τὸν τοῦ εὐαγγελίου δρόμον αἰνίττεται τὸν χλωρίζοντα εἰς ἀεί»)<br /><b>2.</b> η [[καθαρότητα]], η [[αγιότητα]] σαν την [[λάμψη]] του λίθου<br /><b>αρχ.</b><br />το [[φυτό]] χρυσογόνο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ονομασία λίθου [[αλλά]] και φυτού (πιθ. λόγω του χρώματος του) προερχόμενο από τις ανατολικές γλώσσες και συνδεόμενο με εβρ. <i>yašp</i><i>ē</i>. Ως [[επιστημονικός]] όρος η λ. [[είναι]] αντιδάνεια ( | |mltxt=ὁ (ΑΜ [[ἴασπις]], ἡ)<br />[[πολύτιμος]] [[λίθος]], [[αδιαφανής]] [[ποικιλία]] του πυριτικού ορυκτού [[κερατόλιθος]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[οτιδήποτε]] θάλλει, ανθεί ή ευδοκιμεί («ἡ χλωρίζουσα [[ἴασπις]], τὸν τοῦ εὐαγγελίου δρόμον αἰνίττεται τὸν χλωρίζοντα εἰς ἀεί»)<br /><b>2.</b> η [[καθαρότητα]], η [[αγιότητα]] σαν την [[λάμψη]] του λίθου<br /><b>αρχ.</b><br />το [[φυτό]] χρυσογόνο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ονομασία λίθου [[αλλά]] και φυτού (πιθ. λόγω του χρώματος του) προερχόμενο από τις ανατολικές γλώσσες και συνδεόμενο με εβρ. <i>yašp</i><i>ē</i>. Ως [[επιστημονικός]] όρος η λ. [[είναι]] αντιδάνεια ([[πρβλ]]. αγγλ. <i>jasper</i> «[[ίασπις]]»)]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 16:15, 23 August 2021
English (LSJ)
ιδος (but acc. A ἴασπιν Orph.L.267,613), ἡ, jasper, Pl.Phd.110d, IG22.1388.88, 7.2420 (Thebes, iii B.C.), Thphr.Lap.23, AP9.746 (Polemo). II = χρυσόγονον, Dsc.4.56. (Cf. Hebr. yāšpheh).
German (Pape)
[Seite 1234] ιδος, ἡ, ein Edelstein, Jaspis; Plat. Phaed. 110 d; Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
ἴασπῐς: -ιδος, ἡ, εἶδος πολυτίμου λίθου, Πλάτ. Φαίδ. 110D, Συλλ. Ἐπιγρ. 150Β. 37, Θεόφρ. π. Λίθ. 23, κ. ἀλλ., (πρβλ. τὸ Ἑβρ. yashpêh).
French (Bailly abrégé)
ιδος (ἡ) :
jaspe, pierre précieuse.
Étymologie: DELG emprunt à une langue indéterminée.
Spanish
English (Strong)
probably of foreign origin (see יָשְׁפֵה); "jasper", a gem: jasper.
Greek Monolingual
ὁ (ΑΜ ἴασπις, ἡ)
πολύτιμος λίθος, αδιαφανής ποικιλία του πυριτικού ορυκτού κερατόλιθος
μσν.-αρχ.
1. οτιδήποτε θάλλει, ανθεί ή ευδοκιμεί («ἡ χλωρίζουσα ἴασπις, τὸν τοῦ εὐαγγελίου δρόμον αἰνίττεται τὸν χλωρίζοντα εἰς ἀεί»)
2. η καθαρότητα, η αγιότητα σαν την λάμψη του λίθου
αρχ.
το φυτό χρυσογόνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ονομασία λίθου αλλά και φυτού (πιθ. λόγω του χρώματος του) προερχόμενο από τις ανατολικές γλώσσες και συνδεόμενο με εβρ. yašpē. Ως επιστημονικός όρος η λ. είναι αντιδάνεια (πρβλ. αγγλ. jasper «ίασπις»)].
Greek Monotonic
ἴασπῐς: -ιδος, ἡ, είδος πολύτιμου λίθου, σε Πλάτ. (ξένη λέξη).
Russian (Dvoretsky)
ἴασπις: ιδος ἡ яшма Plat., NT.
Frisk Etymological English
-ιδος, -ιν
Grammatical information: f.
Meaning: jasper (Pl., Thphr.), also plant-name (Dsc.); prob. from the colour (Strömberg Pflanzennamen 26).
Compounds: As 1. member a. o. in ἰασπ-αχάτης jasper-like agate (Aët., Plin.).
Derivatives: ἰασπίζω be jasper-like (Dsc.).
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Sem.
Etymology: Oriental LW [loanword], cf. Hebr. jāšpe, Akkad. jašpu name of a stone; prop.Egyptian? - Lewy Fremdw. 56, Masson, Emprunts sémitiques 65f.
Middle Liddell
ἴασπῐς, ιδος, ἡ,
jasper, Plat. (A foreign word.)
Frisk Etymology German
ἴασπις: -ιδος, -ιν
{íaspis}
Grammar: f.
Meaning: Jaspis (Pl., Thphr. u. a.), auch Pflanzenname (Dsk.); wahrscheinlich von der Farbe (Strömberg Pflanzennamen 26).
Composita : Als Vorderglied u. a. in ἰασπαχάτης jaspisähnlicher Achat (Aët., Plin.).
Derivative: Davon ἰασπίζω jaspisähnlich sein (Dsk.).
Etymology : Orientalisches LW, vgl. hebr. iāšepoeh N. eines Steins; eig. ägyptisch? — Lewy Fremdw. 56 m. Lit.
Page 1,706
Chinese
原文音譯:‡aspij 衣阿士披士
詞類次數:名詞(4)
原文字根:碧玉
字義溯源:碧玉;或源自希伯來文(יָשְׁפֵה)=碧玉),來自:擦亮
出現次數:總共(4);啓(4)
譯字彙編:
1) 碧玉(4) 啓4:3; 啓21:11; 啓21:18; 啓21:19